Thursday 11 July 2013

Η μετάλλαξη του ελληνικού κομματικού συστήματος

Παρά το οιονεί ελπιδοφόρο ξεκίνημα, η κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και Δημοκρατικής Αριστεράς αποδείχτηκε βραχύβια και αντικαταστάθηκε από μία πιο συμπαγή δικομματική κυβέρνηση συναποτελούμενη από πολιτικά στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (σε μια προσυμπεφωνημένη αναλογία δύο προς ένα). Μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια ενός αρτηριοσκληρωτικού προγράμματος λιτότητας, τα πρώτα ουσιαστικά βήματα προς την κατεύθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη μείωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις και κατά τα φαινόμενα οδήγησαν στην κατάρρευση της τρικομματικής κυβέρνησης. Αυτό είναι το πρώτο τέτοιο επεισόδιο από τα πολλά που πρόκειται να επακολουθήσουν σε μία νέα εποχή βραχύβιων κυβερνήσεων συνεργασίας με διαρκώς μεταλλασσόμενες κομματικές συνθέσεις.
Είναι αυτό κάτι που θα έπρεπε να μας ανησυχεί και να μας προβληματίζει; Όχι απαραίτητα. Δεδομένου του γεγονότος ότι πολυάριθμα σκάνδαλα κρατικής κακοδιαχείρισης και κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος έλαβαν χώρα στα πλαίσια ενός βαθιά ριζωμένου δικομματικού συστήματος, τότε η πολυδιάσπαση του πολιτικού μας συστήματος ίσως συνιστά μια ευπρόσδεκτη αλλαγή. Η αλαζονεία, η ατιμωρησία κι η καλά ενορχηστρωμένη πολιτική αντιπάλοτητα ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής σκηνής στα χρόνια λίγο πριν από το  ελληνικό  Κραχ. Η ολιγοπωλιακή εκμετάλλευση της πολιτικής αγοράς από δύο πολυσυλλεκτικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) που εναλλάσσονταν στην εξουσία προς άγραν ψήφων και ιδιοτελών σκοπών την περίοδο της Μεταπολίτευσης (1974-2012) στηριζόταν πάνω σε ένα στιβαρό και αυτοσυντηρούμενο πελατειακό σύστημα. Μόλις έσκασε η <<φούσκα>> του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, αυτό το μέχρι πρότινος απροσπέλαστο και παγιωμένο σύστημα κατέρρευσε σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Ένας ικανός αριθμός πολιτικών που διεγράφησαν από τις κομματικές λίστες (οικιοθελώς και μη) είτε προσχώρησαν σε μικρότερα κόμματα που αποσχίστηκαν και από τις δύο πλευρές του ιδεολογικού φάσματος (π.χ., ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ) είτε ακόμα βολοδέρνουν στην πολιτική <<εξορία>>. Σε ένα περιβάλλον αυξημένης πολιτικής κινητικότητας, ο κάθε πολιτικός προσπαθεί να ενταχθεί στα κόμματα και τους σχηματισμούς εκείνους που θα του εξασφαλίσουν την πολιτική του επιβίωση στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα (όπως και άλλα στην Ευρώπη) εισέρχεται σε μία κατάσταση κομματικού κατακερματισμού και ιδεολογικής πόλωσης. Στην πολιτική επιστήμη, το μέγεθος του κομματικού κατακερματισμού συνήθως προσμετράται από τον <<πραγματικό>> αριθμό των κομμάτων ως προς την κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών καθώς και άλλους δείκτες της αριθμητικής τους ισχύος ως προς τη διαμόρφωση κοινοβουλευτικών πλεοψηφιών. Σύμφωνα με ένα τέτοιο δείκτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελούνταν από περίπου δυόμισι <<πραγματικά>> κόμματα κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Τα ανατρεπτικά αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου 2012 εκτίναξαν τον <<πραγματικό>> αριθμό των κοινοβουλευτικών κομμάτων στο 4,83, ο οποίος τελικά κατέληξε στο 3,76 δεδομένου του ειδικού στρατηγικού χαρακτήρα των επαναληπτικών εκλογών του Ιουνίου 2013 (με τις αφόρητες πιέσεις των Ευρωπαίων και την επικρεμάμενη απειλή της έξωσης από την Ευρωζώνη). Το σχέδιο 1 παρακάτω δείχνει την εξέλιξη των δεικτών αυτών στην Ελλάδα (1990-2012) ανά εκλογική αναμέτρηση.

 Σχέδιο 1: <<Πραγματικός>> αριθμός των κομμάτων στην Ελλάδα (1990-2012) βάσει ψήφων και εδρών


Παράλληλα, τα κόμματα αρχίζουν να γίνονται ιδεολογικά πιο συμπαγή αλλά και λιγότερα αποτελεσματικά ως <<ρουσφετολογικοί>> μηχανισμοί. Η απώλεια μέχρι πρότινος πιστών και σταθερών <<πελατειών>> έχει αναγάγει τον πολιτικό ανταγωνισμό περισσότερο σε ιδεολογικό/ρητορικό επίπεδο και λιγότερο σε διαχειριστικό επίπεδο εικόνας. Οι ψηφοφόροι πλέον νοιάζονται περισσότερο για το πώς οι πολιτικοί διαφοροποιούνται ιδεολογικά παρά για τις διαχειριστικές τους ικανότητες. Ένα περαιτέρω κριτήριο στους στρατηγικούς υπολογισμούς της ψήφου είναι η δυνατότητα των κομμάτων να συμμετέχουν και να σχηματίζουν βιώσιμες κοινοβουλευτικές συμμαχίες. Από την άλλη, η στήριξη ακραίων και αντισυστημικών κομμάτων (π.χ., ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή) και της ασυμβίβαστης και μονολιθικής τους ιδεολογίας συνίσταται σε ψήφο διαμαρτυρίας απέναντι στη συμβιβαστική πολιτική συνεργασιών του μετριοπαθούς κέντρου. Ο <<ανταγωνισμός>> για τη λαϊκή ψήφο έχει απελευθερωθεί σε μεγάλο βαθμό από το <<καρτέλ>> του δικομματισμού, δημιουργώντας έτσι ένα αναπάντεχο πλεονέκτημα για <<άφθαρτους>> πρωτάρηδες της πολιτικής καθώς και την ανάγκη για νέες κομματικές ταμπέλες ως σύμβολα της ρήξης με το <<αμαρτωλό>> παρελθόν. Ασφαλώς, η έλλειψη ανάλογων εμπειριών δυσκολεύει τη μετάβαση στη νέα πολιτική των συνεργασιών. Εκ των πραγμάτων, η συνοχή και η διάρκεια των κυβερνήσεων συνεργασίας θα αυξάνονται όσο οι πολιτικοί γίνονται πιο έμπειροι στις απαραίτητες δοσοληψίες των συνεργασιών και όσο δημιουργούνται σταδιακά μηχανισμοί συναίνεσης και πολιτικών συμβιβασμών.
Συνάμα, το ιδεολογικό φάσμα έχει σε μεγάλο βαθμό συρρικνωθεί με την έννοια ότι τα άκρα έχουν έρθει πιο κοντά κι έχουν μειωθεί οι βαθμοί ελευθερίας ως προς τη διαμόρφωση πιστευτών και συνεπών κομματικών προγραμμάτων. Η σμίκρυνση αυτή του ιδεολογικού φάσματος απορρέει σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα· η ένταξη της χώρας, για παράδειγμα, στην ΕΕ και αργότερα στην ΟΝΕ δημιούργησαν ένα αναπόδραστο πλαίσιο πολιτικής. Κατά συνέπεια, αυτό που σήμερα λογίζεται ως <<υψηλή πολιτική>> συνίσταται σε μία σειρά από διχαστικά διλήμματα και αποφάσεις σχετικά με τη θέση της χώρας σε ένα δαιδαλώδες πλαίσιο διεθνούς διακυβέρνησης. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ad hoc θεσμός της Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ, ΔΝΤ) δρα ως <<κήνσορας>> της εγχώριας πολιτικής ζωής. Πλέον η πλειονότητα των πολιτικών που εφαρμόζονται σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο ουσιαστικά εκπορεύονται ή/και επιβάλλονται από ξένα κέντρα αποφάσεων, δεδομένης μιας ευρύτερης εθνικής συναίνεσης ως προς τη γεωπολιτική θέση και κατεύθυνση της χώρας.
Αυτός ο αυτοβούλως φορεμένος πολιτικός <<ζουρλομανδύας>> ταυτόχρονα δημιουργεί ένα αίσθημα ασφυξίας στη λαΐκή έκφραση των δημοκρατικών μας ενστίκτων, καθότι ο κόσμος συχνά νιώθει ανήμπορος να αντιμετωπίσει μερικές από τις παγκόσμιες προκλήσεις που βρίσκονται πέρα από τις δυνατότητες επίλυσης των δημοκρατικών θεσμών ενός έθνους-κράτους (δες για παράδειγμα τη μετανάστευση, τη ρύθμιση των χρηματοοικονομικών αγορών, τη δημοσιονομική προσαρμογή, το περιβάλλον, κλπ.). Αυτό το λαϊκό αίσθημα της ασφυξίας συχνά βρίσκει έκφραση δια μέσου ενός δημαγωγικού πολιτικού λόγου – ο οποίος βασίζεται σε έωλες υποθέσεις εργασίας σχετικά με τις προθέσεις και τα συμφέροντα ξένων κυβερνήσεων και θεσμών – ή ακόμα και μέσα από οργήλες μαζικές εκδηλώσεις πολιτικής ανυπακοής. Με άλλα λόγια, η πόλωση, ο κατακερματισμός και η απονομιμοποίηση του πολιτικού μας συστήματος αποτελούν συμπτώματα της ασυμβατότητας των εγχώριων δημοκρατικών μας θεσμών με τη θέση της χώρας στο παγκόσμιο διακυβερνητικό στερέωμα.
Δρ Νικήτας Κωνσταντινίδης, London School of Economics, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Greek Public Policy Forum


No comments: