Thursday 19 September 2013

Στη δημοκρατία δύο αρνήσεις δεν κάνουν μία κατάφαση

Το ανέκδοτο είναι, λίγο πολύ, γνωστό. Ο καθηγητής γλωσσολογίας σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού εξηγεί στους φοιτητές ότι, σε πολλές γλώσσες, δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με μία κατάφαση. Σε καμία, όμως, γλώσσα, δύο καταφάσεις δεν κάνουν μία άρνηση. Ακολουθούν μερικά δευτερόλεπτα παύσης, ώστε να δοθεί στους φοιτητές ο αναγκαίος χρόνος να κατανοήσουν, όταν η σιωπή διακόπτεται από έναν Έλληνα φοιτητή, ο οποίος, σκεπτόμενος μεγαλόφωνα, αναφωνεί (εξυπνακίστικα, σύμφωνα με μία εκδοχή του ανεκδότου): «ναι, καλά!».
Στη δημοκρατία, όμως, δύο αρνήσεις δεν κάνουν μία κατάφαση, ούτε και χωρούν αυτάρεσκοι ακκισμοί τύπου «ναι, καλά» ως απόδειξη της (ομολογουμένως, όχι και τόσο καστοριαδικής) εκδοχής αυτής της «θεωρίας» της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Η ελληνική κοινωνία και πολιτεία βρίσκονται εδώ και κάποιο καιρό αντιμέτωπες με ένα (κάθε άλλο παρά «ιδιαίτερο») φαινόμενο, το οποίο, η δική μου τουλάχιστον γενιά, θεωρούσε λανθασμένα ότι ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Αναφέρομαι στη Χρυσή Αυγή, το βίο και την πολιτεία της, την ιδεολογία και την πράξη της, εντός και εκτός κοινοβουλίου, επισήμως ως κόμμα, αλλά και «ανεπισήμως» ως κοινωνικό μόρφωμα, όταν κινείται στο φως, αλλά, κυρίως, στο σκοτάδι.


Το σημείωμα αυτό (διαιρεμένο σε τρεις συνέχειες) όμως δεν αφορά στη Χρυσή Αυγή καθεαυτή, αλλά σε όλους εμάς, οι οποίοι, στο όνομα της αστικής δημοκρατίας, αναπτύσσουμε ή επικροτούμε συμπεριφορές των οποίων η δημοκρατικότητα είναι αμφιλεγόμενη. Με άλλα λόγια, το παρόν δε θέλει να είναι ένα ακόμα κείμενο που στηλιτεύει (όπως της πρέπει) τη Χρυσή Αυγή, την αποκαλεί καρκίνωμα (όπως και είναι) ή αναζητά αίτια (που υπάρχουν) και λύσεις (που κάθε άλλο παρά μαγικές είναι) στο φαινόμενο της ανάδυσης του ρατσισμού, του εθνοφυλετισμού, της μισαλλοδοξίας, του εθνικισμού και του φασισμού που η συγκυρία ανέδειξε μέσα από τα έγκατα της ελληνικής κοινωνίας, όπου και σοβούσε. Αντίθετα, το κείμενο αυτό αφορά σε όλους όσους εξ’ ημών αυτοπροσδιοριζόμαστε ως δημοκράτες, τοποθετούμε τον εαυτό μας στον αντίποδα της Χρυσής Αυγής και ασμένως, αλλά και, κατά τη γνώμη μου, συχνά πυκνά, άκριτα χειροκροτούμε οποιοδήποτε μέτρο, οποιαδήποτε συμπεριφορά, ακόμα και τον ετσιθελισμό ή τη βίαια αυτοδικία πολιτών, οτιδήποτε την περιορίζει και τη θίγει.
Παρατηρώ μία τάση σε μεγάλο μέρος πολιτικά ενεργών, σκεπτόμενων, κατά βάση εξόχως μορφωμένων ανθρώπων, για τις καλές προθέσεις και τις δημοκρατικές ευαισθησίες των οποίων ουδόλως αμφιβάλλω, να αναπτύσσουν ένα είδος οπαδικών αντανακλαστικών εναντίον της Χρυσής Αυγής, επικροτώντας (αν όχι πανηγυρίζοντας) οτιδήποτε κάνει η δική μας «ομάδα», η «καλή», αρκεί να κερδίσουμε τον αγώνα εναντίον των «κακών». Στη δημοκρατία, όμως, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα ούτε και το έλλειμμα δημοκρατίας (των άλλων) αντιμετωπίζεται με λιγότερη δημοκρατία (από εμάς), στο όνομα πάντα της δημοκρατίας (όλων μας). Αντιθέτως, τα μέσα κατά της Χρυσής Αυγής, πέρα από κατάλληλα και αποτελεσματικά πρέπει να είναι επίσης δημοκρατικά θεμιτά. Πρόκειται προφανώς για ένα ζήτημα που απαιτεί βάσανο, διάλογο και το οποίο δεν επιδέχεται απλοϊκών σχημάτων του τύπου, ό,τι περιορίζει τον εξτρεμισμό είναι καλό για τη δημοκρατία και άρα επιτρεπτό. Η κατάσταση είναι ασύγκριτα πιο σύνθετη. Αναγνωρίζω, επίσης, ότι η ίδια η δημοκρατία μπορεί να είναι ανάχωμα στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής ή ότι μπορεί να κάνει τη δουλειά του νομοθέτη, της αστυνομίας και κυρίως των δικαστηρίων πιο δύσκολη. Ποιος, όμως, είπε ότι η δημοκρατία είναι εύκολο «άθλημα»; Ποιος είπε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αναγνωρίζονται μόνο στους «δημοκράτες» ή ότι, στη δημοκρατία, οι διαχωριστικές γραμμές και οι απαντήσεις είναι αυτονόητες;
Επιτρέπεται σε μία δημοκρατία να απαγορευθεί σε βουλευτή να μιλήσει στη βουλή επειδή ειρωνεύτηκε πρόσωπα και θεσμούς; Επιτρέπεται να τιμωρηθεί κάποιος που ερμηνεύει (ή ακόμα και παρερμηνεύει εσκεμμένα) τις «δικές μου» ή έστω τις κρατούσες ιστορικές αλήθειες, αρνούμενος για παράδειγμα το ολοκαύτωμα; Επιτρέπεται να απαγορευθεί σε γονείς να εγγράφουν τα παιδιά τους σε κατηχητικά οργανωμένα από φορείς οι οποίοι καλλιεργούν ιδέες που είναι εκτός ή ακόμα και αντίθετες με τα όσα διδάσκει το επίσημο σχολείο; Μπορεί η δημοκρατία να απαγορεύσει σε κάποιον να επιδοθεί δημοσίως σε φιλανθρωπία με βάση την εθνικότητα, αποκλείοντας από τη δωρεά του αλλοεθνείς;
Δεν υποστηρίζω επ’ ουδενί ότι όλες ή έστω ορισμένες από τις προαναφερθείσες απαγορεύσεις είναι αντιδημοκρατικές, ούτε και σκοπός μου είναι να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά, το καθένα από τα οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει το αντικείμενο αυτοτελούς εργασίας σε αρκετούς κλάδους των κοινωνικών επιστημών ή το αντικείμενο δίκης ενώπιον ανωτάτων συνταγματικών δικαστηρίων.
Αντ’ αυτού, θα συνεχίσω με μερικά ακόμα ερωτήματα. Επιτρέπεται, λοιπόν, σε μία δημοκρατία να απαγορεύσει σε βουλευτή να μιλήσει στη βουλή επειδή ειρωνεύτηκε πρόσωπα και θεσμούς, όταν ανέχεται συναδέρφους του να αποκαλούν τους μετανάστες υπανθρώπους ή να χαρακτηρίζουν ως «καλτσοδέτα» βουλευτή (για να μείνω σε δύο μόνο από τα πάμπολλα παραδείγματα, τα οποία αντιστοιχούν σε καραμπινάτο ρατσισμό και σεξισμό, αντίστοιχα); Αν ως κοινωνία, ευρύτερα, ή ως θεσμός η βουλή, πιο συγκεκριμένα, θέσουν τόσο ψηλά τον πήχη της ευπρέπειας στον κοινοβουλευτικό λόγο, θα επιδειχθούν με συνέπεια αντίστοιχα αντανακλαστικά στο μέλλον έναντι κάθε αγορητή, ανεξαρτήτως κομματικού χρώματος; Αν απαγορεύσει η πολιτεία τα κατηχητικά μισαλλοδοξίας της Χρυσής Αυγής, είναι εξίσου έτοιμη να ασκήσει αντίστοιχο έλεγχο και καταστολή σε κάθε είδους κατήχηση, κι αν ναι, μέχρι που θα φτάσει αυτό; Σε ποιο βαθμό είναι ελεύθεροι οι γονείς να εκθέτουν τα παιδιά τους σε διαφορετική ιδεολογία, να χτίζουν διαφορετική ταυτότητα από αυτή που επιλέγει το κράτος;
Τί θέλω να πω με τα ερωτήματα αυτά; Το επιχείρημα θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: στη δημοκρατία επιτρέπεται ο περιορισμός της ελευθερίας και δράσης αντιδημοκρατικών φορέων,  αλλά… Στο επόμενο μέρος του κειμένου αυτού, θα ξεκινήσω με το πρώτο σκέλος της θέσης αυτής, και μετά θα επεκταθώ σε ορισμένα «αλλά».
__________
Στο πρώτο μέρος του σημειώματός μου, κατέληγα συνοψίζοντας τη θέση μου ότι στη δημοκρατία επιτρέπεται ο περιορισμός της ελευθερίας και δράσης αντιδημοκρατικών φορέων,  αλλά… Στο παρόν, δεύτερο, μέρος του κειμένου επιχειρώ να επεξηγήσω το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος και επεκτείνομαι σε ορισμένα «αλλά».
Σε επίπεδο αρχής, η δημοκρατία διαθέτει ελαστικότητα. Επιδιώκει την εξισορρόπηση των δικαιωμάτων του ατόμου με το γενικό συμφέρον. Προκειμένου να προστατεύσει το κοινό καλό, το συμφέρον της κοινωνίας ή και τις δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα ενός εκάστου των μελών της, επιτρέπει να περιοριστούν, στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο, άλλα δικαιώματα και ελευθερίες. Η λέξη κλειδί εδώ είναι η αναγκαιότητα, ο αναγκαίος δηλαδή χαρακτήρας του περιορισμού της ελευθερίας, όρος ο οποίος -για τους νομικούς- παραπέμπει στην περίφημη αρχή της αναλογικότητας. Καταρχήν, λοιπόν, επιτρέπεται να περιοριστεί η ελευθερία της (κάθε) Χρυσής Αυγής όταν αυτό είναι απαραίτητο για να προστατευθούν άλλες ελευθερίες, άλλα δικαιώματα ατομικά αλλά και το συμφέρον της κοινωνίας ως σύνολο. Με δύο λέξεις, η δημοκρατία ούτε στατική είναι ούτε ένα χρώμα μόνο έχει. Είναι πρωτίστως διαδικασία καθημερινής στάθμισης, ένα δύσκολο παιχνίδι ισορροπιών μεταξύ αντιτιθέμενων συμφερόντων, απόψεων, θέσεων και ιδεών και επιλογής κάθε φορά του κατάλληλου τόνου του γκρι. Οι αξίες που βρίσκονται στον ιδεολογικό πυρήνα της δημοκρατίας, όπως η ελευθερία, μπορούν να περιορίζονται εφόσον αυτό είναι αναγκαίο.
Κάπου εδώ, όμως, φτάνουμε και στα «αλλά». Η μετάβαση από το αφηρημένο επίπεδο της προαναφερθείσας αρχής στη νομιμοποίηση συγκεκριμένων μέτρων και μέσων αντιμετώπισης της (κάθε) Χρυσής Αυγής, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Ας δούμε, λοιπόν, μερικά «αλλά».
«Αλλά» πρώτο: το τί είναι αναγκαίο, πέρα από το κριτήριο της στάθμισης μέσων και σκοπού, εμπεριέχει και ένα άλλο είδος στάθμισης μεταξύ αντιτιθέμενων σκοπών και των αξιών που βρίσκονται στη βάση τους. Το πρώτο σκέλος είναι εύκολο. Απαιτείται να απαντηθεί τί είναι πρόσφορο/αναγκαίο για την επίτευξη ενός σκοπού. Αν, πχ για να απεγκλωβιστώ από κτίριο που καίγεται, είναι αναγκαίο να μπω στο σπίτι του γείτονα, τότε θα μου επιτραπεί να το κάνω, έστω κι αν έτσι παραβιάζω την ιδιωτική του σφαίρα. Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο επίπεδο, πιο «ουσιαστικό». Πέρα, δηλαδή, από τη «μηχανική» αυτή διάσταση της στάθμισης, στο συγκεκριμένο παράδειγμα καλούμαστε να σταθμίσουμε και να δώσουμε προτεραιότητα σε συγκρουόμενες αξίες, στη ζωή/υγεία εναντίον της ιδιωτικής σφαίρας. Η στάθμιση στο παράδειγμα συνεπάγεται και την ιεράρχηση αξιών.
Με άλλα λόγια, η διαδικασία επιλογής των μέσων αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής είναι εξόχως πολιτική και φέρει έντονο ιδεολογικό φορτίο. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τον ιδιαίτερα ενδιαφέροντα διάλογο που ξεκίνησε με αφορμή τη Χρυσή Αυγή και τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης στην περίπτωση εκφοράς λόγου μίσους. Όσοι δίνουν προτεραιότητα αξιακή στην ελευθερία έκφρασης αντιτίθενται στους περιορισμούς, ενώ αυτοί που δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην απαγόρευση των φυλετικών διακρίσεων και στην καταπολέμηση του ρατσισμού, θεωρούν ότι σε μία δημοκρατία αξίζει να θυσιαστεί η ελευθερία έκφρασης στο βωμό της καταπολέμησης των φαινομένων αυτών. Το πρώτο, λοιπόν, «αλλά» συνίσταται στη συνειδητοποίηση από όλους εμάς που θέλουμε να καταπολεμήσουμε τον εξτρεμισμό του πόσο πολύ πολιτικά φορτισμένη είναι η συζήτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιοι στερούνται δημοκρατικών ευαισθησιών ή ότι είναι λιγότερο δημοκράτες από τους άλλους. Αν υπάρχει μάλιστα ένα μάθημα να διδαχθούμε, αυτό είναι ότι, με αφορμή τη συζήτηση για τον τρόπο αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, αντιλαμβανόμαστε πλέον πόσο βαθιά πολιτική και ιδεολογικά χρωματισμένη είναι η επιλογή των κατάλληλων μέσων, η διδασκαλία της ιστορίας ή των θρησκευτικών στα σχολεία, η ποινικοποίηση της άρνησης του ολοκαυτώματος και η τιμωρία του λόγου μίσους, με μία λέξη ο προσδιορισμός των ορίων της δημοκρατίας. Συνειδητοποιούμε -ως μία ανώριμη ακόμα δημοκρατία, κάπως απότομα ομολογουμένως- ότι η στάθμιση είναι λεπτή υπόθεση, θέτοντας διαρκώς το ζήτημα που τίθεται η γραμμή, τί είδους κοινωνία θέλουμε, πώς ορίζουμε τη δημοκρατία μας και ποια τα όριά της και οι αξιακές της προτεραιότητες. Η δημοκρατία είναι πρωτίστως διαδικασία και δη διαλεκτική διαδικασία.
«Αλλά» δεύτερο: η συνειδητοποίηση της ιδεολογικής φύσης του τρόπου αντιμετώπισης του φαινομένου Χρυσή Αυγή μας οδηγεί ως κοινωνία σε μία άλλη διαπίστωση. Αν υιοθετήσουμε συγκεκριμένα μέτρα, όπως ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης, της ελευθερίας συνάθροισης, του δικαιώματος διδασκαλίας σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των γονέων ή ακόμα και η θέση εκτός νόμου κόμματος, τα μέτρα αυτά είναι σφόδρα ενδεχόμενο να πλήξουν σειρά άλλων φορέων, προσώπων και θεσμών μέσα στην ελληνική κοινωνία. Δεν επιθυμώ εδώ να μπω στη συζήτηση περί των δύο άκρων, ούτε στη λογική των συγκρίσεων και των συμψηφισμών για το αν και κατά πόσο ο λόγος της εκκλησίας για παράδειγμα κατά των ομοφυλόφιλων είναι πιο σκοταδιστικός και επιδεχόμενος περιορισμών από αυτόν της Χρυσής Αυγής περί μεταναστών ή αν η χρήση βίας και ο ετσιθελισμός στην ελληνική πολιτική ζωή έχει χρώμα. Αυτό που με ενδιαφέρει να υπογραμμίσω είναι ότι οποιοδήποτε μέτρο κι αν αποφασιστεί (η δημοκρατικότητα του οποίου θα εμπεριέχει και ένα μεγάλο μέρος ιδεολογικής φόρτισης ως προς το τί είναι δημοκρατία και ποια τα όριά της, σύμφωνα με το πρώτο «αλλά» του επιχειρήματός μου) δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη λογική των δύο μέτρων και δύο σταθμών. Μία πολιτεία που εφαρμόζει τους νόμους της με ασυνέπεια, που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο, που αντιδρά στο «Mr. Alexis», αλλά ανέχεται τα μύρια όσα άλλα, μία πολιτεία που μένει στον τύπο και χάνει την ουσία, στην πραγματικότητα αυτοαναιρείται και δίνει τροφή σε ό,τι τροφοδοτεί την αντισυστημική ψήφο, δίνει επιχειρήματα σε όσους πλασάρονται ως η λύση ενός υποκριτικού, σάπιου συστήματος. Θα ήταν ατελέσφορο, αλλά και κρίμα, η συρρίκνωση δημοκρατικών δικαιωμάτων, λόγω της επιλεκτικότητας και της υποκρισίας στην εφαρμογή τους, αντί για τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, να απολήγει «νομιμοποιούσα» ηθικά στα μάτια της κοινής γνώμης τον οποιοδήποτε εξτρεμιστή.
«Αλλά» τρίτο: μιλώντας για υποκρισία και δύο μέτρα και δύο σταθμά, παρατηρώ, δυστυχώς, μια άλλη τάση που δυνητικά φαλκιδεύει την αποτελεσματικότητα των όποιων μέσων αντίδρασης σε μία δημοκρατία κατά του φασισμού. Όσο κι αν είναι αφηρημένες ή ο ακριβής προσδιορισμός τους δυσκολεύει, οι λέξεις έχουν νόημα. Ο «πληθωρισμός» στη χρήση τους, το παραφούσκωμά του νοηματικού τους πεδίου, έστω κι αν γίνονται με τις καλύτερες προθέσεις ή κρύβουν μέσα τους δικαιολογημένη αγανάκτηση δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία. Αντίθετα, ευτελίζουν τις λέξεις, τις κάνουν να χάνουν το νόημά τους. Για να το πω διαφορετικά (και με κίνδυνο να παρεξηγηθώ), η Χρυσή Αυγή δεν είναι φασιστική ούτε λόγω του γνωστού επεισοδίου με τα χαστούκια στον τηλεοπτικό σταθμό, ούτε γιατί «κατέβασε» το «στρατό» της ως ακροατήριο στη δίκη του βουλευτή της. Από μόνα τους, τα γεγονότα αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν με πολλούς τρόπους, από παραβατική συμπεριφορά, μέχρι απλή αλητεία. Δεν είναι όμως αναγκαστικά φασιστική συμπεριφορά. Αν τα αποσυνδέσει κάποιος από τη γενικότερη ιδεολογία και πολιτεία των «δραστών», τα γεγονότα από μόνα τους θα μπορούσαν να συνδεθούν εξίσου με μία σειρά άλλων προσώπων και φορέων. Από ευέξαπτους σε τηλεοπτικά τραπέζια μέχρι οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων που ασκούν πίεση όποτε κρίνεται σε κάποιο δικαιοδοτικό φορέα το μέλλον της ομάδας τους. Δεν είναι όλα αυτά φασισμός. Κι όπως δεν κάνει καλό στη δημοκρατία η λογική των δύο μέτρων και δύο σταθμών, απαιτώντας συνέπεια και συνέχεια στη χρήση μέσων, εξίσου τη βλάπτουν εύκολα συμπεράσματα βασισμένα σε ταμπέλες, σε γενικεύσεις και σε αφορισμούς. Εξάλλου, η δημοκρατία, όταν έρθει η ώρα της προαναφερθείσας στάθμισης της αναγκαιότητας περιορισμού δικαιωμάτων, επιτρέπει -και μάλιστα απαιτεί- να ληφθεί υπόψη η συνολική εικόνα, το «context» μίας κατάστασης. Γιατί μπορεί η λέξη υπάνθρωπος, για παράδειγμα, μόνη της να μη σημαίνει τίποτα, όταν όμως συνοδεύεται από μία ιδεολογία εθνοφυλετικού διαχωρισμού, από εξύμνηση του ναζισμού, υποκατάσταση θεσμών, αυτοδικία, ελέγχους από ιδιώτες για το ποιοι έχουν άδεια παραμονής ή εργάζονται νομίμως, τότε αποκτά η λέξη αυτή το πλήρες νόημά της στα χείλη που την εκστόμισαν. Κι αυτό είναι φασισμός…
 __________
Κλείνω το σημείωμά μου με το τρίτο αυτό μέρος, σκοπός του οποίου είναι να παρουσιάσει ορισμένες συμπερασματικές σκέψεις. Υπενθυμίζεται ότι ο άξονας στον οποίο κινείται το κείμενο είναι η θέση ότι φαινόμενα σαν τη Χρυσή Αυγή πρέπει να αντιμετωπίζονται εντός των ορίων που θέτει η δημοκρατία. Ωστόσο, τα όρια αυτά είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα και ιδεολογικά χρωματισμένα, ενώ η εφαρμογή τους κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, εγκυμονούσα κινδύνους, όπως η μη συνεπής, αν όχι υποκριτική εφαρμογή τους, που περισσότερο βλάπτουν, παρά ωφελούν. Αναμφισβήτητα, οι δυσκολίες είναι περισσότερες από τις τρεις αυτές που εν τάχει σκιαγράφησα στο δεύτερο μέρος του σημειώματός μου. Οι περιορισμοί, ωστόσο, στην έκτασή του δεν μου επιτρέπουν να επεκταθώ περισσότερο.
Προχωρώ, λοιπόν, σε μία σύντομη σύνοψη και κάποια συμπεράσματα, θέτοντας το εξής ερώτημα. Μπορεί μία δημοκρατία να αντιδράσει σε ένα φαινόμενο ακραίο και αντιδημοκρατικό χωρίς να τραυματίσει την ίδια της την ουσία, χωρίς να μπει στη λογική του σκοπού που αγιάζει τα μέσα και, στην ουσία, να αυτοκαταργηθεί, πέφτοντας στην παγίδα της αντίφασης έργων και λόγων; Η δημοκρατία διαθέτει μηχανισμούς αυτοάμυνας και επιτρέπει να καθίστανται αποσυνάγωγοι, να αποβάλλονται από τους κόλπους της φορείς που δε συμμερίζονται τις βασικές της αρχές. Με απλά λόγια, υπάρχει οπλοστάσιο. Το θέμα είναι πώς και πότε αυτό χρησιμοποιείται.
Θα προτείνω το εξής απλό. Κάθε φορά που συζητάμε για τη Χρυσή Αυγή να ξεκινάμε από τη βάση του τεκμηρίου νομιμότητάς της. Η Χρυσή Αυγή (μέχρι τουλάχιστον να τεθεί εκτός νόμου) έχει όλα τα δικαιώματα που έχει ένα κόμμα και τα μέλη της όλα τα δικαιώματα που έχει κάθε άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με πολιτική δράση. Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών, υπό την αυστηρή προϋπόθεση της στάθμισης αναγκαιότητας τους περιορισμού. Από εκεί και έπειτα, απαιτείται συνέπεια και (το δυσκολότερο στη χωλή ελληνική δημοκρατία) απουσία θεσμικής υποκρισίας. Όπως το επιχείρημά μου απέναντι σε κάθε αντισυστημικό συνομιλητή μου είναι ότι το έλλειμμα δημοκρατίας δεν διορθώνονται με κατάλυσή της, έτσι και το επιχείρημά μου απέναντι σε καθένα από εμάς που πιστεύουμε στη δημοκρατία είναι ότι το φασισμό δεν τον πολεμάς παρακάμπτοντας ευκαιριακά τη δημοκρατία, αλλά μετερχόμενος των μέσων της και μην αποκλίνοντας των όσων συνιστούν το αξιακό θεμέλιο μίας κοινωνίας δημοκρατικά δομημένης. Το επαναλαμβάνω: στη δημοκρατία, δύο αρνήσεις, δεν κάνουν μία κατάφαση. Η δημοκρατική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μόνο κέρδος θα φέρει. Κέρδος σε επίπεδο ωρίμανσης των δημοκρατικών αντανακλαστικών των πολιτών και της πολιτείας, σε επίπεδο εμβάθυνσης της ίδιας της δημοκρατίας, κέρδος γιατί θα αποδειχθεί έναντι όλων ότι η δημοκρατία δουλεύει, ότι δεν κάνει διακρίσεις, ότι οι ίδιοι κανόνες, ο ίδιος πήχης, ο ίδιος χώρος δίδεται και σε «εμάς», και σε «εσάς», και στους «άλλους» και σε «όλους».
Τελειώνοντας, αναγνωρίζω και πάλι ότι το να αντιμετωπίσεις το «θηρίο» χωρίς να παρακάμψεις τους κανόνες της δημοκρατίας και τα δικαιώματα που αυτή αναγνωρίζει στον άνθρωπο και στους πολίτες της κάνει το έργο σου πιο δύσκολο. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος. Διαφορετικά, θα έχουμε διολισθήσει εκεί που κάποιοι θέλουν να μας πάνε, θα έχουμε οι ίδιοι αναιρέσει αυτό που υπερασπιζόμαστε. Αυτό αναγνωρίζοντας, η δημοκρατία διαθέτει ελαστικότητα. Όμως, τα όρια αντοχής της, οι προτεραιότητες εντός αυτής, η επιλογή των κατάλληλων μέσων κάθε άλλο παρά ιδεολογικά ουδέτερα και αποφορτισμένα είναι. Γι’ αυτό και η πρότασή μου θα ήταν, ιδίως στην περίπτωση μίας δημοκρατίας όπως η ελληνική, που τώρα μόλις περνά τις «παιδικές της ασθένειες», να αρχίσουμε από τα εύκολα.
Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Αντί να θέτουμε διαχωριστικές γραμμές για τα όρια ελευθερίας του λόγου και την ποινικοποίησή του, ας καταστείλουμε τη βία της Χρυσής Αυγής, την αυτοδικία της, την υποκατάσταση των θεσμών, ας την τιμωρούμε κάθε φορά που εγκληματεί, όπως τιμωρούμε/πρέπει να τιμωρούμε κάθε παρόμοιο παραβάτη. Πριν αποφασίσουμε για την ποινικοποίηση ή μη του ρατσιστικού λόγου, ας εφαρμόσουμε τους ποινικούς μας νόμους για τη βία ή και να θεσπίσουμε ειδικότερους που θα τιμωρούν το ρατσισμό, εξαιρώντας ενδεχομένως σε πρώτη φάση την εκφορά λόγου μίσους. Σίγουρα δεν είναι η ιδανική λύση. Σίγουρα θα έρθει η στιγμή που σαν κοινωνία θα πρέπει να ρυθμίσουμε και αυτό το ζήτημα. Επειδή όμως η Χρυσή Αυγή είναι παρούσα, επειδή η αντίδραση πρέπει να είναι άμεση και επειδή υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν, ακόμα και με τα υπάρχοντα νομικά εργαλεία, ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο απαιτεί ποιοτικούς θεσμούς και κυρίως δικαιοσύνη, η οποία όμως, όπως πάγια υποστηρίζω, λόγω των δομικών, ουσιαστικών και οξύτατων προβλημάτων της, είναι η αχίλλειος πτέρνα της ελληνική πολιτείας.
Βασίλης Π. Τζεβελέκος, Νομική σχολή Hull
Το κείμενο αυτό αρχικά δημοσιέυθηκε σε τρεις συνέχειες στο Greeklish [1, 2, 3]


No comments: