Thursday 15 January 2015

Ο ρόλος των τραπεζών ως μοχλών οικονομικής ανάπτυξης και η ελληνική κρίση

Η συνεχιζόμενη ελληνική κρίση είναι πολύπλευρη με κυριότερα χαρακτηριστικά της την απαξίωση της πιστωτικής αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας λόγω υπερδανεισμού, δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ, τους αλλεπάλληλους κύκλους έλλειψης εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, την κοινωνική αναταραχή και την πολιτική αστάθεια. Μέσα σε αυτό το φλεγόμενο περιβάλλον ομόκεντρων κρίσεων τις οποίες επίσης τροφοδοτεί μία συνεχής κρίση διακυβέρνησης και θεσμών, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι την ίδια στιγμή θύτης και θύμα.

Είναι θύτης διότι οι ελληνικές τράπεζες, όπως όλες οι ομολογές τους στη Δύση, χαλάρωσαν τα κριτήρια δανεισμού μέσα στο περιβάλλον ευφορίας και χαμηλότοκου δανεισμού που έφερε η ένταξη στην Ευρωζώνη. Με αυτόν τον τρόπο οι ελληνικές τράπεζες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις μίας πιστωτικής φούσκας, η οποία στην Ελλάδα μεταφράστηκε σε φούσκα ζήτησης και κατανάλωσης και σε δεύτερο βαθμό σε φούσκα τιμών στην αγορά επαγγελματικής και οικιακής στέγης. Ακολούθως, μέσα στα πλαίσια ενός κλασσικού σεναρίου της υπόθεσης χρηματοπιστωτικής αστάθειας (financial instability hypothesis) του Χάιμαν Μίνσκυ, τα ολοένα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις δημιουργούν προς το τέλος του 2008, και εν μέσω της διεθνούς τραπεζικής κρίσης, τη μαγιά της εγχώριας κρίσης ζήτησης και κλονισμού της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα που θα γιγαντωθεί με την αδυναμία της Ελληνικής Δημοκρατίας να δανεισθεί από τις αγορές στις αρχές του 2010. Δηλαδή, ο ιδιωτικός υπερδανεισμός και ο ολοένα αυξανόμενος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπέζών ξεκίνησαν την κρίση ζήτησης στην ελληνική οικονομία και δημιούργησαν τις πρώτες ρωγμές στη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, είναι λογικό να υποθέσουμε σήμερα πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά όχι χωρίς τη δαπανηρή συμμετοχή του Έλληνα φορολογούμενου, η πρώτη αυτή κρίση θα ξεπερνιόταν εάν δεν την ακολουθούσε δραματική πτώση του ΑΕΠ λόγω της κρίσης χρέους.

Ο ογκούμενος υπερδανεισμός της Ελληνικής Δημοκρατίας μετατρέπει τις ελληνικές τράπεζες στο τέταρτο τρίμηνο του 2009 και εντεύθεν σε θύμα. Ο πρώτος λόγος γι’ αυτήν τη μετάλλαξη είναι πως η κρίση εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία γρήγορα μετατρέπεται σε γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης/πανικού στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία μεταφράσθηκε σε μαζική φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό. Δηλαδή, εκείνην ακριβώς την στιγμή η ελληνική κρίση μετατρέπεται με τον κλασσικό τρόπο μετάδοσης των κινδύνων, λόγω επιμόλυνσης (contagion) σε ένα θανάσιμο σπιράλ επάλληλων κλονισμών/κρίσεων (εθνικής πιστωτικής αξιοπιστίας και αδυναμίας δανεισμού, συρρίκνωσης ΑΕΠ και χρηματοπιστωτικής αστάθειας) που κάνουν την προσφυγή στον επίσημο μηχανισμό δανεισμού εθνική αναγκαιότητα. 

To υπόδειγμα λίγο διαφέρει από τον τρόπο που εξελίχθηκαν σε ογκώδεις κρίσεις οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αστάθειας οι κρίσεις των ασιατικών χωρών το 1997 ή η κρίση των δυτικών χωρών κάτα τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Συνακολούθως, οι συζητήσεις όσον αφορά τη πιθανότητα εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη επιτείνουν την κρίση εμπιστοσύνης και την έξοδο καταθέσεων και κεφαλαίων από την ελληνική οικονομία. Διαψεύδεται έτσι η πρώτη υπόθεση/πλάνη των αρχιτεκτόνων της Ευρωπαικής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, οι οποίοι υπέθεταν (σιωπηρώς) πως εθνικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και κρίσεις εμπιστοσύνης στις εθνικές οικονομίες δημιουργούνται μόνον όταν υπάρχει κίνδυνος υποτίμησης του εθνικού νομίσματος και επόμενως η νομισματική ένωση ήταν άτρωτη σε μία τέτοια κρίση.

Η γύμνια των ευρωπαικών θεσμών όσον αφορά τη δυνατότητα αντιμετώπισης χρηματοπιστωτικών κρίσεων και οι περιορισμοί της καταστατικής συνθήκης της ΟΝΕ όσον αφορά τις εθνικές διασώσεις από τα ευρωπαικά όργανα και από τις άλλες χώρες-μέλη σήμανε αυτόματη επέκταση του κινδύνου στο σύνολο του ευρωπαικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό και με την σοβούσα κρίση χρεωκοπίας των ιρλανδικών τραπεζών και τη δραματική κατάσταση του ισπανικού τραπεζικού συστήματος δίνει στην κρίση πανευρωπαικές διαστάσεις και οδηγεί σε άμεση κρίση ρευστότητας ολόκληρη την Ευρωζώνη επιτείνοντας και την υπαρξιακή πλέον κρίση των ελληνικών τραπεζών.

Η σοβούσα κρίση ικανότητας και ηθικής στη διακυβέρνηση της χώρας, και οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλουν οι όροι του ελληνικού πακέτου διάσωσης θα σημάνουν αύξηση του ρυθμού συρρίκνωσης του ΑΕΠ και αύξηση της ανεργίας με αποτέλεσμα τη γιγάντωση του αριθμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η μη εξαίρεση των χαρτοφυλακίων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούντο από τις ελληνικές τράπεζες κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης και απομείωσης της αξίας του ελληνικού χρέους το 2011/2012 σήμανε την ολοσχερή χρεωκοπία των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες ακολούθως ανακεφαλαιοποιήθηκαν, κυρίως, με χρήματα που δανείσθηκε το Ελληνικό Δημόσιο από το δεύτερο πακέτο διάσωσης. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να υπολογισθούν τα κρατικά κεφάλαια που απορροφήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και στήριξη της δανειακής τους λειτουργίας. Εξαιρώντας τις ενέσεις ρευστότητας της ΕΚΤ φαίνεται πως τα κεφάλαια αυτά ανήλθαν στα 48 δις Ευρώ.

Στα πλαίσια αυτά και δεδομένης της ανασυγκρότησης των ευρωπαικών θεσμών όσον αφορά στη δημιουργία μηχανισμού και κεφαλαίων αφιερωμένων στη διαχείριση κρίσεων καθώς και η δημιουργία της Ευρωπαικής Τραπεζικής Ένωσης, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι εάν οι ανακεφαλαιωμένες ελληνικές τράπεζες πληρούν το ρόλο του μοχλού χρηματοδότησης της διαδικασίας οικονομικής ανάπτυξης/μεγέθυνσης, όπως αυτός περιγράφεται στη βιβλιογραφία και στη διεθνή εμπειρία. Εάν δε η απάντηση που δίδουν τα στατιστικά στοιχεία στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, ποια είναι η ερμηνεία μίας τέτοιας αρνητικής συμπεριφοράς; 

Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν το αντικείμενο εργασίας που εκπονεί ο γράφων -η οποία θα προσπαθήσει να δώσει μία πολυπρισματική απάντηση κυρίως στο δεύτερο ερώτημα. Θα ανιχνεύσει η εργασία έτσι, όχι μόνον τον αναπτυξιακό ρόλο που η βιβλιογραφία και η οικονομική εμπειρία επιφυλάσσουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και τις ψυχολογικές παραμέτρους των χρηματοοικονομικών κρίσεων και της επόμενης μέρας. Επίσης η εργασία θα ερευνήσει τις αδυναμίες της διαδικασίας αναδιάρθρωσης των ελληνικών τραπεζών, λόγω των παθογενειών διακυβέρνησης που συνεχίζει να παρουσιάζει η Ελληνική Δημοκρατία. Αναμφιβόλως,  η σχεδόν πενταετής παραμονή στο απολύτως αναγκαίο πρόγραμμα διάσωσης δεν διόρθωσε καθόλου την παραδοσιακή τάση της χρήσης των εσόδων και των θεσμών της Πολιτείας για την ικανοποίηση των ισχυρών ομάδων συμφερόντων, είτε αυτές έχουν τη μορφή εξυπηρέτησης των δυναμικών κομματιών της εκλογικής πελατείας των πολιτικών κομμάτων ή των συχνά ασύδοτων συντεχνιών του δημοσίου ή μίας υπερσυγκεντρωμένης και αντιπαραγωγικής οικονομικής ολιγαρχίας.


Αιμίλιος Αυγουλεας, Τακτ. Καθηγητής, κάτοχος της Καταστατικής Έδρας Διεθνούς Τραπεζικού Δικαίου και Χρηματοοικονομικών Αγορών, Διευθυντής του Τομέα Εμπορικού Δικαίου, Διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στο Διεθνές Τραπεζικό Δίκαιο και τις Χρηματοοικονομικές Αγορές, Νομική Σχολή, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου, και Τακτικό Μέλος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής Δημοσίου Χρέους της Επιτροπής Χρηματοοικονομικού Δικαίου, λειτουργούσας υπό την αιγίδα της Τράπεζας της Αγγλίας.

Το παρόν αφορά σε υπό εκπόνηση μελέτη για το ΕΛΙΑΜΕΠ, με χρημοτοδότηση του Ιδρύματος Νιάρχου.


No comments: