Sunday 9 November 2014

Σύνοψη συμπερασμάτων του 3ου ετήσιου GPPF Φόρουμ Χανίων

Η νέα Ευρώπη υπό διαμόρφωση: 
απόσχιση, ιδεολογική πόλωση  
και ο αναδυόμενος θεσμικός σχεδιασμός της ΕΕ

26-27 Σεπτεμβρίου 2014
Kiani Beach Resort
Χανιά, Κρήτη

Σύνοψη συμπερασμάτων του 3ου ετήσιου GPPF Φόρουμ Χανίων του 
Ελληνικού Φόρουμ Δημόσιας Πολιτικής


Το Ελληνικό Φόρουμ Δημόσιας Πολιτικής (Greek Public Policy Forum)  διοργάνωσε το 3ο ετήσιο συνέδριό του με τίτλο «Η νέα Ευρώπη υπό διαμόρφωση: απόσχιση, ιδεολογική πόλωση και ο αναδυόμενος θεσμικός σχεδιασμός της ΕΕ» στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου 2014 στο Κiani Beach Resort στα Χανιά. Το 3ο Ετήσιο GPPF Φόρουμ των Χανίων πραγματοποιήθηκε χάρη στην  ευγενική χορηγία των Decidendi Consultants, του Europe Direct Περιφέρειας Κρήτης και της εταιρείας ηλιακών συστημάτων CALPAK S.A.. Το διήμερο εργασιών υποστήριξαν επίσης το Παρατηρητήριο για την Κρίση του ΕΛΙΑΜΕΠ, ο Ελληνικός Σύλλογος Αποφοίτων London School of Economics καθώς και το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος – Τμήμα Δυτικής Κρήτης.

Το 1ο πάνελ του συνεδρίου είχε ως τίτλο «Μία πιο βαθιά Ένωση εν μέσω ιδεολογικής πόλωσης; Οι δημοκρατικές και θεσμικές επιπτώσεις των ευρωεκλογών» και επικεντρώθηκε στη λειτουργία των θεσμών της ΕΕ. Η πρώτη ομιλήτρια ήταν η κα Adrienne Héritier, καθηγήτρια Συγκριτικής κι Ευρωπαϊκής Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας (EUI). Αρχικά εστίασε στη δράση των εκτελεστικών και νομοθετικών οργάνων της Ένωσης. Το βασικό επιχείρημα της ομιλίας της ήταν ότι η δομή και η λειτουργία του συστήματος λήψης αποφάσεων της Ένωσης οδεύει προς ένα πιο κοινοβουλευτικό μοντέλο. Τόσο η κίνηση του Ευρωκοινοβουλίου να έχει τον κύριο λόγο έναντι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο θέμα του υποψηφίου για την προεδρία της Επιτροπής (στη βάση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών), όσο και η αναδιοργάνωση της Επιτροπής με στόχο τη μεγαλύτερη λογοδοσία συνιστούν μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο ρόλος του νέου Κοινοβουλίου - με πολλούς νεοεκλεγέντες βουλευτές - αναμφίβολα συμβάλλει σε αυτήν τη διαδικασία. Όπως επισήμανε η κ. Héritier, το Κοινοβούλιο παρέχει μια ιδιότυπης μορφής κοινωνικοποίηση στους νεοεκλεγέντες βουλευτές, γεγονός που τους καθιστά θεματοφύλακες του ενισχυμένου νομοθετικού του ρόλου. Αυτές οι τάσεις, λοιπόν, δημιουργούν μια διαφαινόμενη δυναμική κοινοβουλευτισμού.

Η κα Irene Martín Cortés, επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, ήταν η δεύτερη ομιλήτρια στο 1ο πάνελ. Θέμα της ομιλίας της ήταν το νεοσύστατο κόμμα ‘Podemos’ («Μπορούμε»), που αποτέλεσε τη σημαντικότερη εκλογική έκπληξη των Ευρωεκλογών στην Ισπανία, αφού στην πρώτη του συμμετοχή σε εκλογές συγκέντρωσε το 8% της ψήφου. Η κ. Martín επιχείρησε μια σύγκριση του συγκεκριμένου κόμματος με τα ελληνικά πολιτικά κόμματα. Έδειξε μέσα από την ομιλία της ότι, ενώ συνηθίζουμε να συσχετίζουμε τους ‘Podemos’ με το ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν σημαντικές διαφορές τόσο στο ιδεολογικό τους προφίλ και την εκλογική τους απήχηση, όσο και στην εσωτερική δομή και οργάνωσή τους. Οι ‘Podemos’ αποφεύγουν ρητά να τοποθετηθούν στον ιδεολογικό άξονα αριστεράς δεξιάς. Αντίθετα, θέτουν ως κύρια διαιρετική τομή την ηλικιακή διάκριση μεταξύ νέων και μεγαλύτερων ψηφοφόρων. Προσπαθούν μάλιστα να συνδέσουν αυτήν τη διάκριση με τη γενικότερη ανάγκη για ανανέωση των δομών αλλά και των προσώπων της ισπανικής πολιτικής ελίτ. Χωρίς να είναι στενά συνδεδεμένοι με τις κινητοποιήσεις και τις δράσεις του κινήματος των «αγανακτισμένων» («15 Μαρτίου», ‘Indignados’), έχουν υιοθετήσει μια πιο συμμετοχική δομή στη λειτουργία και οργάνωση του κόμματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το οργανωτικό τους σχήμα δομείται σε λογική ομόκεντρων κύκλων, την οποία έχει υιοθετήσει και το ΠΟΤΑΜΙ στην Ελλάδα. Η μοναδική ίσως ουσιαστική ομοιότητα των ‘Podemos’ με το ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στην ανοδική τάση και των δύο κομμάτων, όπως αυτή διαφαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, αν και τα ποσοστά των ‘Podemos’ είναι αρκετά χαμηλότερα από αυτά του ΣΥΡΙΖΑ. Στο πλαίσιο του εθνικού κομματικού ανταγωνισμού, πάντως, αμφότερα αυτά τα κόμματα προσελκύουν τους περισσότερους ψηφοφόρους τους από το χώρο της κεντροαριστεράς.

Ο τελευταίος ομιλητής του 1ου πάνελ ήταν ο κ. Fernando Mendez, λέκτορας του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης και Διευθυντής του Κέντρου για την Ηλεκτρονική Δημοκρατία στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του ίδιου πανεπιστημίου. Ο κ. Mendez μίλησε για τη χρήση του δημοψηφίσματος ως μέσο συμμετοχικής δημοκρατίας και για το πώς αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από έναν πανευρωπαϊκό σύμβουλο ψήφου (EUvox), ο κ. Mendez έδειξε ότι η κοινή γνώμη στην Ευρώπη διχάζεται στο συγκεκριμένο θέμα. Σε χώρες όπου η κοινή γνώμη είναι περισσότερο ευρωσκεπτικιστική, οι ερωτηθέντες παρουσιάστηκαν περισσότερο θετικοί στη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την επικύρωση ευρωπαϊκών συνθηκών (πχ Μεγάλη Βρετανία). Αντίθετα, σε χώρες όπου η κοινή γνώμη είναι πιο θετική στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ο κόσμος είναι λιγότερο θετικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Το 2ο πάνελ είχε τον τίτλο «Από την έξοδο της Ελλάδας (GRexit) στην έξοδο της Βρετανίας (BRexit): Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μεταβλητή γεωμετρία και αποσχιστικές τάσεις». Η συζήτηση επικεντρώθηκε καταρχήν στο οξύμωρο φαινόμενο της συνύπαρξης τάσεων εμβάθυνσης της ολοκλήρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο την ίδια στιγμή που κινήματα αποσχιστικού χαρακτήρα αναπτύσσονται στο πλαίσιο ορισμένων κρατών μελών (για παράδειγμα οι περιπτώσεις της Σκωτίας και της Καταλονίας). Επίσης, με αφορμή το ενδεχόμενο δημοψήφισμα για τη παραμονή ή μη της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΕ οι συμμετέχοντες συζήτησαν το κατά πόσο η πρόοδος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι εφικτή χωρίς έναν σοβαρό επανασχεδιασμό του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης ο οποίος θα κινείται στη λογική της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων».

Ο καθηγητής Carlos Closa του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας σημείωσε ότι, εκ πρώτης όψεως, το πρόσφατο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας (παρά την επικράτηση του «όχι») θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πολιτικό προηγούμενο για άλλα αποσχιστικά κινήματα. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι μία τέτοια ανάγνωση θα ήταν λανθασμένη διότι, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις όπου ο νεο-εθνικισμός αποτελεί την κυρίαρχη τάση, στην περίπτωση της Σκωτίας το βασικό διακύβευμα σχετίζεται με το εύρος και την ποιότητα της δημοκρατικής εκπροσώπησης των κατοίκων της στο πλαίσιο της Βρετανικής συνταγματικής τάξης.

Ο καθηγητής Alan Renwick του Πανεπιστημίου του Reading ανέφερε ότι σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις παρατηρείται μεταστροφή υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ. Το ποσοστό υπέρ της παραμονής  αυξάνεται ακόμη περισσότερο (2 στους 3 ερωτηθέντες) στην περίπτωση που υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση των όρων παραμονής. Επίσης, πρόσθεσε ότι το ενδεχόμενο εκλογής του πρώτου βουλευτή του κόμματος για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βουλή των Κοινοτήτων στις επερχόμενες επαναληπτικές εκλογές θα ενισχύσει το προφίλ του κόμματος και τη προσπάθεια μετατροπής του από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα θετικής επιλογής.

Από την πλευρά της η καθηγήτρια Vera Troeger του Πανεπιστημίου του Warwick παρατήρησε ότι, μολονότι η Βρετανία βρίσκεται εκτός Ευρωζώνης, τα επιτόκια στη ζώνη της στερλίνας ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των επιτοκίων στην Ευρωζώνη. Στη συνέχεια, ανέλυσε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μια σειράς από εναλλακτικά σενάρια για το μέλλον της Ευρωζώνης (για παράδειγμα την διάλυσή της, διζωνική Ευρωζώνη –πυρήνας/περιφέρεια. Τέλος, επισήμανε ότι αν και το βέλτιστο σενάριο είναι η δημιουργία ενός νέου «σχεδίου Μάρσαλ» για την προώθηση της ανάπτυξης στην περιφέρεια ωστόσο, αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο δεδομένου ότι η πλειοψηφία των Γερμανών εκλογέων φαίνεται να είναι αντίθετη (προς το παρόν) σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Το 3ο πάνελ είχε ως τίτλο «Πώς μπορούμε να αποφύγουμε την επόμενη χρηματοοικονομική κρίση? Θεσμικές Αλλαγές και η Ρύθμιση των Χρηματοπιστωτικών Αγορών» και φιλοξένησε τις εισηγήσεις των κκ. Δέσποινας Χατζημανώλη, νομικού εμπειρογνώμονα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority), Karel Lannoo, διευθύνοντος συμβούλου του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών Πολιτικής (Centre for European Policy Studies), και Δημήτρη Μάγκου, οικονομικού αναλυτή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η κα Χατζημανώλη επεσήμανε ότι η ΕΕ έχει την πρόθεση να καλλιεργήσει την ιδέα ενιαίας αγοράς συνεπικουρούμενης από ενιαίο τραπεζικό σύστημα. Υπογράμμισε ότι στην Ευρώπη, όντως, υπάρχουν μεγάλοι τραπεζικοί οργανισμοί που προκαλούν εντύπωση ως προς το μέγεθός τους σε σύγκριση με το ΑΕΠ της χώρας στην οποία εδρεύουν (πχ Λουξεμβούργο). Για τις χώρες αυτές πάντα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος και το συνακόλουθο ερώτημα εάν οι κυβερνήσεις τους θα μπορούσαν να καλύψουν πιθανές ελλείψεις ρευστότητας των τραπεζών τους χωρίς να επιβαρύνουν τους φορολογούμενους πολίτες. Τέλος, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι λόγω της  οικονομικής κρίσης έχει χαθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών τραπεζικών εποπτικών αρχών με αποτέλεσμα να γίνεται επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού.

Ο κ. Lannoo, με τη σειρά του, σημείωσε ότι, αργά αλλά σταθερά, ο κατακερματισμός του ευρωπαϊκού εποπτικού πλαισίου έχει αρχίσει να αντιστρέφεται, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ευρωπαϊκής διατραπεζικής αγοράς παρά την ελαφρά συρρίκνωση του τραπεζικού τομέα. Σε γενικές γραμμές, οι ευρωπαϊκοί εποπτικοί μηχανισμοί έχουν αναβαθμιστεί και οι νέοι κανονισμοί για την αναδιάρθρωση των τραπεζών και την εγγύηση των καταθέσεων έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι σε μια επικείμενη χρηματοοικονομική κρίση. Τόνισε, από την άλλη, ότι είναι αδύνατο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να πετύχει ταυτόχρονα τους ακόλουθους δύο στόχους: πρώτον, να οδηγήσει τις χώρες της Ευρωζώνης σε ανάπτυξη και, δεύτερον, να επιβάλει τη σωστή επίβλεψη των τραπεζών στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Επισήμανε, επίσης, ότι εάν δεν επιλυθούν τα λιμνάζοντα προβλήματα με τα κόκκινα δάνεια στις τράπεζες, η μακροχρόνια έλλειψη ρευστότητας πιθανόν να οδηγήσει την Ευρώπη στα χνάρια της Ιαπωνίας, δηλαδή σε μηδενικό πληθωρισμό και αναιμική ανάπτυξη για πάνω από δέκα χρόνια.

Τέλος, ο κ. Μάγκος άνοιξε την εισήγησή του λέγοντας ότι οι τράπεζες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά μιας οικονομίας και την ατμομηχανή της ανάπτυξης. Για αυτό το λόγο στις περισσότερες αναπτυγμένες οικονομίες οι τράπεζες δέχονται μία έμμεση επιδότηση υπό τη μορφή εγγυήσεων, εισροής κεφαλαίων και αγοράς ομολόγων από τις χώρες στις οποίες εδρεύουν, δηλαδή εμμέσως  απολαμβάνουν χαμηλότερο κόστος δανεισμού από οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική επιχείρηση. Το χαμηλότερο αυτό κόστος δανεισμού οδηγεί πολλές φορές σε μείωση της ανταγωνιστικότητας, καθώς οι μεγαλύτερες τράπεζες συνήθως επωφελούνται περισσότερο από τις μικρότερες, ενώ οι οικονομίες κλίμακας και οικονομικού μεγέθους είναι δύσκολο να αποδειχτούν/ποσοτικοποιηθούν. Στην Ευρώπη μάλιστα αυτό έχει οδηγήσει σε υπερμεγέθυνση και υπερμόχλευση των ισολογισμών του τραπεζικού τομέα σε σχέση με το εγχώριο ΑΕΠ. Αυτό έχει οδηγήσει στη σύσφιξη του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου με σκοπό να ελέγχει τις δραστηριότητες και τη δομή των λεγόμενων «συστημικών» τραπεζικών ομίλων. Η Ευρώπη χρειάζεται μία ισχυρή Τραπεζική Ένωση για να εφαρμόσει ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο και να εγγυηθεί τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, αλλά και για να οικοδομήσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως και να σπάσει τα δεσμά μεταξύ κυρίαρχων κυβερνήσεων και τραπεζών.

Το 4ο πάνελ είχε ως τίτλο «Πόσο επείγουσα και επίκαιρη είναι η ανάγκη για μία Τραπεζική Ένωση; Μια κριτική θεώρηση». Εισηγητές ήταν οι κκ. Σωτήρης Γεωργανάς, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο City του Λονδίνου, Dalvinder Singh, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Warwick, και Σταύρος Ζένιος, καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης και Χρηματοικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου.

Ο κ. Γεωργανάς ξεκίνησε την εισήγησή του τονίζοντας ότι η έννοια της ανταγωνιστικότητας στα οικονομικά δεν είναι σύμφυτη με το εξωτερικό ισοζύγιο μίας χώρας κι ότι τα εμπορικά ελλείμματα δεν είναι απαραίτητα επιβλαβή για την πραγματική οικονομία. Ο στόχος της ανταγωνιστικότητας καθεαυτής δεν έχει νόημα μέσα στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης και κοινής ευρωπαϊκής αγοράς, όπου οι ροές κεφαλαίου αντισταθμίζονται από ανισορροπίες στα εμπορικά ισοζύγια. Μια Ευρωζώνη γερμανικών κλώνων δε θα προσομοίαζε τη γερμανική οικονομία όπως είναι τώρα, καθώς θα προκαλούσε ανατίμηση του Ευρώ στο βαθμό που θα έπρεπε να αυξηθούν οι γερμανικοί μισθοί.  Σε σχέση με το θέμα της τραπεζικής ενοποίησης, σύμφωνα με τον κ. Γεωργανά, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης συναντά δύο σημαντικά εμπόδια: 1) την έλλειψη παιδείας (οικονομικός αναλφαβητισμός του μέσου πολίτη) στα χρηματοοικονομικά και τη στρεβλή συμπεριφορά των επενδυτών και 2) το γεγονός ότι οι τράπεζες παραμένουν αντιδημοφιλείς. Ενδεικτικό είναι μάλιστα ότι στην τραπεζική ένωση αντιτίθενται σε μεγαλύτερο ποσοστό πολίτες κρατών που έχουν να αποκομίσουν περισσότερη οφέλη από αυτή.

Η τραπεζική ένωση είναι ένας ενιαίος μηχανισμός εποπτείας, ρύθμισης και ανακεφαλαίωσης των τραπεζών, όπως τον περιέγραψε ο κ. Singh στη νομική ανάλυσή του για την Κοινοτική Οδηγία για την Αναδιάρθρωση και την Ανακεφαλαίωση των Τραπεζών (Bank Recovery and Resolution Directive). Ο μηχανισμός αυτός συγκεντρώνει περισσότερες εξουσίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά επιφέρει και μεγαλύτερες ευθύνες ως προς την καταπολέμηση της επιζήμιας σχέσης εναγκαλισμού μεταξύ τραπεζών και κρατικών προϋπολογισμών.

Ο κ. Ζένιος επιχειρηματολόγησε ότι τα δεινά της Ευρωζώνης επικεντρώνονται στα εξής τρία φαινόμενα: 1) το φαύλο κύκλο μεταξύ τραπεζικών ισολογισμών και κρατικών προϋπολογισμών, 2) τη φυγή κεφαλαίων και 3) την τεχνητή μετάδοση οικονομικών κινδύνων μέσω μηχανισμών όπως το ‘no bailout’ και το ‘bail-in’. Επισήμανε επίσης ότι το μοντέλο ‘bail-in’ θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικό ως προς την επιβολή επενδυτικής και χρηματοπιστωτικής πειθαρχίας, όμως ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε στην Κύπρο ήταν αιφνιδιαστικός, αδιαφανής, αυθαίρετος και άδικος. Άρα, συμπέρανε, έχουν γίνει σημαντικά λάθη τόσο στο σχεδιασμό της ΟΝΕ, όσο και στη δημιουργία μηχανισμών για την αντιμετώπιση της κρίσης σε διάφορες χώρες. Για παράδειγμα, το Κοινό Ταμείο Ανακεφαλαίωσης των Τραπεζών κρίνεται ανεπαρκές ως προς το μέγεθός του (55 εκατ. ευρώ) και όψιμο ως προς την εφαρμογή του (2016).

Το 5ο πάνελ, με τίτλο «Βρίσκεται η Ευρώπη στο σωστό δρόμο; Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», φιλοξένησε τις εισηγήσεις δύο ανθρώπων που στο παρελθόν έχουν υπηρετήσει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τους κκ. Νικηφόρο Διαμαντούρο, Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (2003-2013) κι επίτιμο καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και Χρήστο Ροζάκη, Αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κι επίτιμο καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, επίσης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αμφότεροι οι ομιλητές συνέκλιναν ως προς το ότι πρέπει να εξισορροπηθούν τα υπερεθνικά και τα διακυβερνητικά στοιχεία της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και εξέφρασαν την ελπίδα ότι η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ενισχύσει την υπερεθνικότητα.

Ο κ. Διαμαντούρος επικεντρώθηκε στην επιλογή μεταξύ δημοκρατίας και αποδοτικότητας/αποτελεσματικότητας (efficiency), διακρίνοντας μεταξύ τριών περιόδων στην πορεία προς την ολοκλήρωση της ΕΕ. Η πρώτη περίοδος εκκινεί με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου και διαρκεί μέχρι το 1993. Χαρακτηρίζεται από το στρατηγικό ακτιβισμό που διακρίνει την Επιτροπή, αλλά και από την ανάδειξη μίας «κοινοτικής λογικής» και την αδυναμία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η δημοκρατία φαίνεται να θριαμβεύει. Η δεύτερη περίοδος διαρκεί μέχρι το 2004 και φέρνει περισσότερη δημοκρατία και λογοδοσία στην ΕΕ, καθώς και ενδυνάμωση του ρόλου του Κοινοβουλίου, το οποίο αρχίζει να ελέγχει περισσότερο την Επιτροπή, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο στη διάβρωση του παλαιού συστήματος. Η αλλαγή κατά την περίοδο αυτή καθρεφτίζεται και στην κοινωνιολογία της γλώσσας που χρησιμοποιείται και στην ανάδειξη ορολογίας όπως «Ευρωπαίος πολίτης». Η τρίτη και τελευταία περίοδος στη διαδικασία ολοκλήρωσης είναι αυτή που διαρκεί μέχρι και σήμερα. Η διεύρυνση της ΕΕ προσέθεσε ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, ενώ το κουβάρι της Συνθήκης της Λισαβόνας ακόμα ξετυλίγεται. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη μεγάλες δυνατότητες. Το Κοινοβούλιο ακόμα εξελίσσει το νέο του ρόλο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποκτά θεσμική υπόσταση. Απομένει, ωστόσο, να δούμε αν το πείραμα «Γιούνκερ» θα βοηθήσει την Επιτροπή να ενδυναμώσει τη θέση της και να συμβάλει εκ νέου στην επίτευξη της ισορροπίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, το πλαίσιο τώρα διαφέρει ριζικά, όχι μόνο ελέω κρίσης, αλλά και επειδή το Κοινοβούλιο έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Φαίνεται, επομένως, ότι είναι αναγκαίο η Επιτροπή να «επανανακαλύψει» τον εαυτό της.

Από την πλευρά του, ο κ. Ροζάκης υπογράμμισε την ανάγκη για εξισορρόπηση του διακυβερνητισμού και της υπερεθνικότητας, συνδέοντας με τη δεύτερη έννοια την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο. Η κρίση έπληξε τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η νομοθετική πρωτοβουλία στην ΕΕ, μεταθέτοντάς την από τα υπερεθνικά όργανα στο Συμβούλιο Υπουργών. Είναι ατυχές το γεγονός ότι η ίδια η Επιτροπή απαξίωσε το ρόλο της, μετατρέποντας τον εαυτό της σε «όργανο» του Συμβουλίου –γεγονός που οφείλεται τόσο στην κρίση όσο και στη διεύρυνση προς νέα κράτη μέλη αρνητικά διακείμενα προς την ολοκλήρωση. Για να προχωρήσουμε μπροστά, είναι αναγκαία η επιστροφή στην αρχή της υπερεθνικότητας καθώς και η εμβάθυνση της ολοκλήρωσης στην κατεύθυνση της οικονομικής ένωσης. Η Τραπεζική Ένωση αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει, όμως, να συνοδευτεί από την κεντρική επίβλεψη των εθνικών προϋπολογισμών αλλά και την εν γένει ενδυνάμωση των υπερεθνικών θεσμικών οργάνων της Ένωσης.                                                

Το 6ο πάνελ τιτλοφορείτο «Τί έχουμε μάθει από την ελληνική κρίση; Χρέος, λιτότητα και ανάπτυξη στον ευρωπαϊκό Νότο». Εισηγητές ήταν οι κκ. Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας στην ΑΣΟΕΕ και πρώην σύμβουλος επί πρωθυπουργίας Παπαδήμου, και Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής Οικονομικών στην ΑΣΟΕΕ και μέχρι πρότινος πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.

Ο κ. Παγουλάτος επισήμανε ότι μετά τους Ενιαίους Μηχανισμούς Τραπεζικής Εποπτείας και Αναδιάρθρωσης απομένει η εφαρμογή του τρίτου πυλώνα της υπό διαμόρφωση Τραπεζικής Ένωσης, δηλαδή μιας ενιαίας εγγύησης χρηματοπιστωτικών καταθέσεων. Παρότι όμως η θεσμική θωράκιση της Ευρωζώνης απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει προχωρήσει, παραμένει εξόφθαλμη η έλλειψη ενός δανειστή εσχάτης ανάγκης και μιας αξιόπιστης δημοσιονομικής ασφαλιστικής δικλείδας. Η οικονομική στασιμότητα έχει αρχίσει να παρεισφρύει στις οικονομίες του ευρωπαϊκού «Βορρά», οι οποίες ακόμα δεν έχουν προχωρήσει σε προσαρμογές αντισταθμιστικές προς τα δημοσιονομικά προγράμματα του υπερχρεωμένου «Νότου». Ο εντυπωσιακός παρεμβατισμός της ΕΚΤ (με προγράμματα όπως τα ELS, SMP, OMT, κλπ.) ήρθε καθυστερημένα, η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα κι η εν γένει πολιτική αντίδραση των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης κρίνεται ανεπαρκής.

Σύμφωνα με τον κ. Τσακλόγλου, οι μόνες νομισματικές ενώσεις που έχουν επιβιώσει ιστορικά ήταν αυτές που μετεξελίχθηκαν σε δημοσιονομικές ενώσεις, και αυτό που λείπει αυτή τη στιγμή από την Ευρώπη είναι ένας σταθεροποιητικός μηχανισμός μεταφοράς πόρων και κεφαλαίων από τον πλεονασματικό ευρωπαϊκό «Βορρά» προς τον ελλειμματικό ευρωπαϊκό «Νότο». Το βάθος της οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα δεν έχει μεταπολεμικό προηγούμενο. Το ελληνικό χρέος έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα επίπεδα κι η αναπροσαρμογή του επίκειται στο εγγύς μέλλον. Η ελληνική οικονομική κρίση, που εκτυλίσσεται στα πλαίσια αποπληθωριστικών πιέσεων και αναιμικής ανάπτυξης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ήταν απόλυτα προβλέψιμη· οι πολιτικές πιέσεις για δημοσιονομικά ανοίγματα ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας εκτίναξαν τα πρωτογενή ελλείμματα σε επίπεδα άνω του 10%, που είναι χαρακτηριστικά χωρών σε περίοδο πολέμου και όχι υψηλών ποσοστών ανάπτυξης. Ενώ βέβαια η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν η αναπόδραστη λύση, το ελληνικό πρόγραμμα έχει υπάρξει υπέρ το δέον εμπροσθοβαρές, δίνοντας υπερβολική έμφαση στην περικοπή των δαπανών και θέτοντας στόχους υπέρμετρα φιλόδοξους σε ένα υφεσιακό περιβάλλον. Οι άπιαστοι αυτοί μακροοικονομικοί στόχοι επιτείνουν τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας και το φαύλο κύκλο της μη επίτευξής τους. Σαν αποτέλεσμα, το ελληνικό πρόγραμμα έχει υπάρξει το λιγότερο επιτυχές ως τώρα όσον αφορά το χάσμα μεταξύ στόχων και αποτελεσμάτων. Η ανάπτυξη των εξαγωγών δεν έχει καταστεί δυνατή δεδομένης της έλλειψης ενός επικουρικού θεσμικού πλαισίου και των αναιμικών ξένων επενδύσεων. Η κρίση μάλιστα επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανακυκλούμενη φημολογία για έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη (“Grexit”). Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Τσακλόγλου, το κούρεμα του χρέους θα είχε μικρότερο κόστος αν είχε γίνει νωρίτερα, αν και από την άλλη η καθυστέρησή του έδωσε κίνητρα για πλέον πιστή εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Το πρόγραμμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων άργησε να δρομολογηθεί και παραμένει ανεφάρμοστο στο σύνολό του, αν και η Ελλάδα πρωτοπορεί και δίνει το ρυθμό σε αυτόν τον τομέα στην Ευρώπη. Το επίπεδο της πραγματικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας παραμένει το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη κι επομένως το πρόγραμμα προσαρμογής θα κρατήσει για αρκετά ακόμα χρόνια (όπως περιγράφεται από τη δεκαετή μεταρρυθμιστική ατζέντα του Μνημονίου). Επίσης, σε αντίθεση για παράδειγμα με τους Ιρλανδούς, οι Έλληνες δεν έχουν επιδείξει την πρόθεση να προσαρμόσουν το Μνημόνιο σε ένα ευρύτερο εσωτερικό πρόγραμμα ανάπτυξης και να κάνουν την ατζέντα δική τους κτήση. Το πολιτικό κόστος είναι πολύ μεγάλο και άμεσο, ενώ τα οφέλη στην οικονομία εμφανίζονται σε βάθος χρόνου. Ελλείψει μάλιστα αξιόπιστων δεσμευτικών μηχανισμών και θεσμών που να εξασφαλίζουν τη δημοσιονομική συνέχεια και πολιτική σταθερότητα, η Ευρώπη θα συνεχίζει να επιβάλλει εκβιαστικά τη δική της ατζέντα μέσω δικών της προγραμμάτων και την έγερση προϋποθέσεων (conditionality). Οι πολιτικοί μας δυστυχώς δεν έχουν δείξει τη διάθεση να οικειοποιηθούν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και να τις «πουλήσουν» ανάλογα στον κόσμο.

Επιστρέφοντας στον καθηγητή  Παγουλάτο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης πρέπει να αντισταθμιστεί με ένα παχυλό δημοσιονομικό πακέτο χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα Διαρθρωτικά Ταμεία και ότι οι όποιες δράσεις για την ελάφρυνση του χρέους πρέπει να γίνουν με συντονισμένο και συντεταγμένο τρόπο, σε αντίθεση με τις ως τώρα βραχύπνοες και αποσπασματικές πρακτικές. Από την άλλη, ο κ. Τσακλόγλου τόνισε την ανάγκη προστασίας των μακροπρόθεσμα ανέργων μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων και εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος. Η Ευρώπη, συνέκλιναν αμφότεροι, πρέπει να προχωρήσει σε πιο αποτελεσματικά και φιλόδοξα βήματα ολοκλήρωσης της Οικονομικής και Νομισματικής της Ένωσης.

Η συνάντηση του Φόρουμ ολοκληρώθηκε με στρογγυλή τράπεζα για την Ελλάδα την εποχή του μνημονίου υπό το συντονισμό του δημοσιογράφου της Καθημερινής κ. Βασίλη Νέδου. Στην πολιτική αυτή συζήτηση συμμετείχαν οι κκ. Παναγιώτης Βλάχος, εκπρόσωπος της πολιτικής κοινότητας «ΜΠΡΟΣΤΑ», Νικόλας Γιατρομανωλάκης, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του κόμματος «Το ΠΟΤΑΜΙ», Μιχάλης Πεγκλής, σύμβουλος του πρωθυπουργού για ευρωπαϊκά και διεθνή θέματα, Κυριάκος Πιερρακάκης, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, και Γιώργος Σταθάκης, βουλευτής και σκιώδης υπουργός οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ.


Το GPPF

Το Ελληνικό Φόρουμ Δημόσιας Πολιτικής (Greek Public Policy Forum) είναι μία σχετικά νέα ακαδημαϊκή πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην αναβάθμιση του δημοσίου διαλόγου και την προώθηση της έρευνας πάνω σε θέματα που άπτονται της ελληνικής δημόσιας πολιτικής (policy). Η πρώτη συνάντηση του Φόρουμ έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το Μάιο του 2011 και έκτοτε έχει καταφέρει να συσπειρώσει ένα εκτενές δίκτυο αποτελούμενο κατά βάση από Έλληνες της νεότερης γενιάς που διδάσκουν σε πανεπιστήμια, κυρίως της Βρετανίας. Αποτελεί μία «πολιτική» (αλλά μη κομματική) προσπάθεια που ξεκίνησε με εφαλτήριο την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που ταλανίζει τη χώρα και στοχεύει να λειτουργεί ως πλατφόρμα ποιοτικού διαλόγου για θέματα δημόσιας πολιτικής στο εγχώριο αλλά και στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η στενή ομάδα των «πολιτών» αποτελείται από τους: Άρη Χ. Γεωργόπουλο (επίκουρο καθηγητή στο Ευρωπαϊκό και Δημόσιο Δίκαιο, Πανεπιστήμιο του Nottingham, aris.georgopoulos@gmail.com), Νικήτα Κωνσταντινίδη (λέκτορα στη Διεθνή Πολιτική Οικονομία, Πανεπιστήμιο του Cambridge, nikkon80@gmail.com), Ηλία Ντίνα (αναπληρωτή καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, elias.dinas@gmail.com), Κυριάκο Παπαδάκη (Decidendi Consultants, kiriakos_papadakis@hotmail.com) και Βασίλη Π. Τζεβελέκο (λέκτορα στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Πανεπιστήμιο του Hull, vassilis.tzevelekos@gmail.com).

Μέχρι στιγμής το Φόρουμ έχει διοργανώσει μία σειρά εκδηλώσεων για διαφορετικές πτυχές της κρίσης στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Νότιγχαμ, του London School of Economics, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και στην Αθήνα όπου πρόσφατα παρουσίασε τα αποτελέσματα έρευνάς του για τη συνταγματική αναθεώρηση. Σκοπός της δράσης του Fourm, και ιδίως των συναντήσεων αυτών είναι να προσφέρουν μία καλά οργανωμένη βάση για διάλογο σε θέματα ελληνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής και να λειτουργήσουν ως δημόσια «αγορά», στην οποία ασκείται κριτική, αποδομούνται μύθοι και στερεότυπα και, πρωτίστως, κατατίθενται ιδέες και προτάσεις για την παραγωγή δημόσιας πολιτικής.

Επικοινωνία



Διοργανωτές

Ελληνικό Φόρουμ Δημόσιας Πολιτικής (Greek Public Policy Forum)

 Χορηγοί

Decidendi Consultants

Europe Direct Περιφέρειας Κρήτης
CALPAK S.A.


 Υποστηρικτές

ΕΛΙΑΜΕΠ Παρατηρητήριο για την Κρίση

Ελληνικός Σύλλογος Αποφοίτων London School of Economics
Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος – Τμήμα Δυτικής Κρήτης


No comments: