Στο προοίμιο της συμφωνίας της 12ης
Ιουλίου γίνεται αναφορά σε δύο έννοιες-κλειδιά για τη σχέση μεταξύ Ελλάδας και
πιστωτών: «εμπιστοσύνη» (“trust”)και «ιδιοκτησία» (“ownership”). Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Έλληνας
Πρωθυπουργός δήλωσε πως δεν πιστεύει σε αυτό το πρόγραμμα ούτε ως προς τη
δημοσιονομική μήτε ως προς τη διαρθρωτική του διάσταση. Προκύπτει λοιπόν το
εξής παράδοξο: πώς θα μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να δώσει νέα πειστήρια αξιοπιστίας,
να ξαναχτίσει μία σχέση εμπιστοσύνης με τους δανειστές της και να κάνει «κτήμα»
της ένα πολύ σκληρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα λιτότητας που τη δένει
χειροπόδαρα;
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που έρχονται
στην επιφάνεια τέτοια διλήμματα, τα οποία μόνο θεωρητικά δεν είναι καθώς
επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία ενός πιστωτικού προγράμματος. Η σχέση
μεταξύ αιρεσιμότητας (δηλαδή της επιβολής όρων, αγγλιστί “conditionality”)
ενός προγράμματος και «ιδοκτησίας» του από τις εφαρμοστικές αρχές ήταν κάτι που
απασχολούσε τους οικονομολόγους και τους αναλυτές του ΔΝΤ από τις αρχές της
προηγούμενης δεκαετίας. Ασφαλώς, τα ελληνικά δεν είναι τα πρώτα τέτοια χρηματοδοτικά
προγράμματα που προσκρούουν σε εγχώριες πολιτικές αντιστάσεις και αποδεικνύονται
ανεπαρκή τόσο ως προς το σχεδιασμό τους όσο και ως προς την εφαρμογή τους.
Γιατί βέβαια, όπως καταδεικνύει και η ελληνική εμπειρία, υπάρχει μεγάλη διαφορά
μεταξύ της απλής νομοθέτησης και της πιστής εφαρμογής του πνεύματος ενός μεταρρυθμιστικού
πακέτου.
Τι σημαίνει όμως ακριβώς η έννοια της
«ιδιοκτησίας»; Μία κυβέρνηση λέγεται ότι αποκτά «ιδιοκτησία» ενός προγράμματος χρηματοπιστωτικής
βοήθειας όταν εφαρμόζει τις ίδιες πολιτικές άσχετα με το αν είναι
προαπαιτούμενες για την εκταμίευση δόσεων του εκάστοτε προγράμματος. Με άλλα
λόγια, κάνει αυτά που κάνει γιατί πραγματικά πιστεύει στην κοινωνική τους
ωφέλεια κι όχι γιατί της επιβάλλονται έξωθεν. Επομένως, ένα τέτοιο πρόγραμμα
χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό «ιδιοκτησίας» όταν είναι βιώσιμο και
προσαρμόζεται στις ανάγκες και τα ίδια συμφέροντα του δανειζόμενου.
Εκεί λοιπόν έγκειται το παράδοξο ως προς
το σχεδιασμό ενός τέτοιου πιστωτικού συμβολαίου. Η επιβολή συγκεκριμένων όρων έχει
νόημα μόνο όταν υπάρχει μεγάλη διάσταση απόψεων και ιδεολογικών προτιμήσεων
μεταξύ δανειστή και δανειζόμενου ως προς το βέλτιστο μείγμα δημοσιονομικών και διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων, ακόμα και αν υπάρχει πλήρης ταύτιση ως προς τον τελικό στόχο
της βιωσιμότητας του χρέους. Αλλιώς, ποιος ο λόγος να επιβάλει ο πιστωτής ρητούς
όρους, αν θεωρεί ότι ο δανειζόμενος ξέρει πως είναι προς το συμφέρον του να
τους εφαρμόσει;
Στην περίπτωση του τρίτου ελληνικού
προγράμματος διάσωσης, η έκδηλη ανάγκη των θεσμών και των Ευρωπαίων εταίρων να
«αλυσοδέσουν» την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την επιβολή ενός ασφυκτικού
χρονοδιαγράμματος κι ενός υπέρμετρα λεπτομερούς μεταρρυθμιστικού προγράμματος
εξηγείται μόνο από την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της
ελληνικής κυβέρνησης να επανεκκινήσει την οικονομία σε μια πορεία ανάπτυξης και
δημοσιονομικής βιωσιμότητας και στην πολιτική της βούληση να τα βάλει με τα
διαπλεκόμενα συμφέροντα. Επομένως, πώς μπορούμε να μιλάμε για «εμπιστοσύνη» και
«ιδιοκτησία» ενός προγράμματος που εξ ορισμού υπονομεύει και τα δύο;
Ένα αντεπιχείρημα βέβαια είναι ότι ένα
πρόγραμμα διάσωσης αποσκοπεί και στη μετάδοση τεχνογνωσίας ως προς την εφαρμογή
θεσμικών μεταρρυθμίσεων και στην ενδυνάμωση των κρατικών δομών. Ποιος όμως
μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα του τρίτου
ελληνικού προγράμματος όταν ειδήμονες της Τρόικα (για παράδειγμα, η ομάδα Task Force) παραμερίζονταν
ακόμα και από τις πιο φιλικά προσκείμενες και «τεχνοκρατικές» κυβερνήσεις των
προηγούμενων ετών;
Εν κατακλείδι, ένα πιστωτικό πρόγραμμα είναι
κατά μία έννοια ένα συμβόλαιο μισθοδοσίας. Ο εργοδότης πληρώνει τον υπάλληλο
για να κάνει το μέρος της δουλειάς που του αναλογεί όσο καλύτερα μπορεί ώστε να
συνεισφέρει στην προσοδοφορία της εταιρείας. Ανάλογα με τη φύση της δουλειάς,
πολλές εταιρείες προσφέρουν οχι μόνο ένα σταθερό μισθό αλλά και μπόνους βάσει απόδοσης
και αποτελεσμάτων. Εν προκειμένω, η συμφωνία της 12ης Ιουλίου
αποτελεί μια ακραία εκδοχή σύμβασης βάσει απόδοσης που προσφέρει δόσεις ρευστότητας
(μπόνους) για κάθε όρο που θα ικανοποιεί η κυβέρνηση κατόπιν αξιολόγησης καθώς και
μία αόριστη υπόσχεση ελάφρυνσης χρέους (μισθός). Θα έλεγε κανείς ότι προσιδιάζει
στον τύπο του συμβολαίου που προσφέρεται στους σερβιτόρους της Αμερικής: ένα
συνδυασμό ελάχιστου σταθερού μισθού και πληρωμής βάσει απόδοσης των ιδίων και καλής
διάθεσης των πελατών. Για πόσο όμως μπορεί μια χώρα να επιβιώνει μόνο με
φιλοδωρήματα;
Νικήτας Κωνσταντινίδης, Λέκτορας
Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, Πανεπιστήμιο του Cambridge
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή
No comments:
Post a Comment