Το ανέκδοτο είναι, λίγο πολύ, γνωστό. Ο καθηγητής γλωσσολογίας σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού εξηγεί στους φοιτητές ότι, σε πολλές γλώσσες, δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με μία κατάφαση. Σε καμία, όμως, γλώσσα, δύο καταφάσεις δεν κάνουν μία άρνηση. Ακολουθούν μερικά δευτερόλεπτα παύσης, ώστε να δοθεί στους φοιτητές ο αναγκαίος χρόνος να κατανοήσουν, όταν η σιωπή διακόπτεται από έναν Έλληνα φοιτητή, ο οποίος, σκεπτόμενος μεγαλόφωνα, αναφωνεί (εξυπνακίστικα, σύμφωνα με μία εκδοχή του ανεκδότου): «ναι, καλά!».
Στη δημοκρατία, όμως, δύο αρνήσεις δεν κάνουν μία κατάφαση, ούτε και χωρούν αυτάρεσκοι ακκισμοί τύπου «ναι, καλά» ως απόδειξη της (ομολογουμένως, όχι και τόσο καστοριαδικής) εκδοχής αυτής της «θεωρίας» της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Η ελληνική κοινωνία και πολιτεία βρίσκονται εδώ και κάποιο καιρό αντιμέτωπες με ένα (κάθε άλλο παρά «ιδιαίτερο») φαινόμενο, το οποίο, η δική μου τουλάχιστον γενιά, θεωρούσε λανθασμένα ότι ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Αναφέρομαι στη Χρυσή Αυγή, το βίο και την πολιτεία της, την ιδεολογία και την πράξη της, εντός και εκτός κοινοβουλίου, επισήμως ως κόμμα, αλλά και «ανεπισήμως» ως κοινωνικό μόρφωμα, όταν κινείται στο φως, αλλά, κυρίως, στο σκοτάδι.