Η ελληνική
οικονομία και κοινωνία έχουν υποστεί μια περιδίνηση χωρίς προηγούμενο τα
τελευταία έξι χρόνια. Αλλεπάλληλα μνημόνια λιτότητας, δανειακές συμβάσεις,
διαγραφές κι επιμηκύνσεις χρέους έχουν ρίξει τη χώρα σε ένα τέλμα οικονομικής
ύφεσης (με απώλεια πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 25% από την αρχή της κρίσης)
και πολιτικής αστάθειας (με την εναλλαγή έξι κυβερνήσεων τα τελευταία έξι
χρόνια σε ένα παραδοσιακά δικομματικό πολιτικό σύστημα). Η αποτυχία της
προηγούμενης κυβέρνησης Σαμαρά να ολοκληρώσει την αξιολόγηση του προγράμματος
διάσωσης που μόλις έληξε και να βρει 180 ψήφους βουλευτών για την εκλογή ενός
εθιμοτυπικού Προέδρου της Δημοκρατίας άνοιξε το δρόμο για την εκλογική
επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου.
Ο Συνασπισμός της
Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι πρότινος αποτελούνταν από μία κοινή
εκλογική λίστα αριστερών οργανώσεων και κινημάτων που στο σύνολό τους σχεδόν
ασπάζονταν τον Ευρωκομμουνισμό. Λίγο πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ
κατέθεσε αίτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τη νομική σύσταση ενιαίου
κόμματος, ούτως ώστε να μπορεί και συνταγματικά να διεκδικήσει το μπόνους των
50 εδρών για το πρώτο κόμμα που προβλέπεται από το εκλογικό σύστημα. Τα εκλογικά
του ποσοστά εκτινάχθηκαν από το 4,6% το 2009 στο 36,3% στις εκλογές του
Ιανουαρίου. Το τελευταίο βήμα αυτής της εκλογικής εκτίναξης έγινε κυρίως μέσω του
προεκλογικού προγράμματος της Θεσσαλονίκης, το οποίο υποσχόταν να βάλει ένα
τέλος στη λιτότητα κρατώντας παράλληλα τη χώρα μέσα στο ευρώ. Ο βασικός πυρήνας
υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ πλέον αποτελείται από μία μάζα κόσμου αγανακτισμένου κι
εξαθλιωμένου από την κρίση, που για πρώτη φορά κινητοποιήθηκε στα πλαίσια του
κινήματος των «Αγανακτισμένων» το 2010.
Η αστραπιαία
επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να συνάψει συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του
Πάνου Καμμένου παραξένεψε πολλούς. Πέρα από την κοινή αντιμνημονιακή τους
ρητορική, τα δύο αυτά κόμματα ήταν -φαινομενικά τουλάχιστον- η μέρα με τη
νύχτα. Με αυτό ως δεδομένο, βέβαια, ήταν αναμενόμενο να δοθεί το Υπουργείο
Εθνικής Αμύνης στον Πρόεδρο των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Και πάλι όμως η πλειοψηφία
του κόσμου θεώρησε την αμφισημία των δύο αυτών ευρωσκεπτικιστικών (και όχι
ευρωφοβικών) κομμάτων ως προς την επιλογή νομίσματος ως ένα διαπραγματευτικό
όπλο στις επικείμενες συνομιλίες με τους δανειστές.
Η διαλεκτική
πολεμική ρητορική του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη σηματοδότησε μία
παρατεταμένη περίοδο μηνών με αλλεπάλληλες κι άκαρπες συνομιλίες καθώς και
διαπραγματευτικά ρητορικά τεχνάσματα και από τις δύο πλευρές. Από το ένα
Eurogroup στο επόμενο η κυβέρνηση απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο από τους
εταίρους της και δεχόταν έντονες επικρίσεις για εσκεμμένη κωλυσιεργία και
αδυναμία υποβολής αριθμημένων ποσοτικών προτάσεων. Οι στρατηγικές της «στρατηγικής
ασάφειας» και της επιζήτησης πολιτικής λύσης φαίνονταν ακόμα σαν έξυπνα
διαπραγματευτικά τεχνάσματα για την επίτευξη μιας «έντιμης» συμφωνίας, στη βάση
εργασίας ότι οι «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνηση και των εταίρων τέμνονταν σε
κάποιο σημείο. Ή τουλάχιστον αυτή ήταν η συμβατική και μετριοπαθής ανάγνωση των
γεγονότων.
Τουναντίον, τα
γεγονότα των τελευταίων δύο εβδομάδων έχουν καταρρίψει το παραπάνω αφήγημα. Τη
Δευτέρα 22 Ιουνίου, ο Αλέξης Τσίπρας στέλνει υπογεγραμμένη πρόταση με μέτρα
λιτότητας της τάξης των 8 δις ευρώ. Κατά τη συνάντηση του Eurogroup της 25ης
Ιουνίου, οι εταίροι προσφέρουν μια ελαφρά βελτιωμένη εκδοχή της πρότασης
Juncker με περικοπές συντάξεων και αυξήσεις φόρων της τάξης των 8,5 δις ευρώ. Την
επομένη (Παρασκευή 26 Ιουλίου), ο Έλληνας Πρωθυπουργός επιστρέφει άρον άρον
στην Αθήνα για να προκηρύξει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος -το οποίο είχε πρωτύτερα
απορρίψει σαν ενδεχόμενο- επί της πρότασης αυτής, διατεινόμενος ότι επρόκειτο
για ένα τελεσίγραφο που δεν μπορούσε να δεχθεί. (Βέβαια, μετά από λίγες μέρες
διαψεύστηκε από τις αποκαλύψεις του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Jean-Claude Juncker σχετικά με την επικείμενη υποβολή έτι βελτιωμένης πρότασης,
το Σάββατο 27 Ιουλίου, λίγες μέρες πριν την επίσημη εκπνοή του προγράμματος).
Το δημοψήφισμα επικυρώνεται από τη Βουλή, οι τράπεζες τίθενται σε καθεστώς
αργίας κι επιβάλλονται κεφαλαιακοί περιορισμοί, για να αποφευχθεί η πλήρης
κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.
Μήπως όλα αυτά
υποδηλώνουν ότι -σε αντίθεση με την αισιόδοξη ερμηνεία της ακροσφαλούς διπλωματίας
του Πρωθυπουργού- η επίτευξη οιασδήποτε συμφωνίας δεν ήταν ποτέ μέσα στους
στόχους της κυβέρνησης; Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις όλο αυτό το διάστημα
κατέδειχναν την υψηλή δημοτικότητα του Πρωθυπουργού από τη μία αλλά και μια
σημαντική πλειοψηφία υπέρ της παραμονής στο ευρώ ακόμα και με επώδυνα μέτρα από
την άλλη. Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ήταν διατεθειμένο να στηρίξει τον
Αλέξη Τσίπρα στο δύσκολο δρόμο μέχρι την επίτευξη συμφωνίας. Άρα η κυβέρνηση
είχε και το πολιτικό κεφάλαιο και τη λαϊκή νομιμοποίηση να προχωρήσει σε
συμφωνία έστω και τη τελευταία στιγμή, ακόμα και με την κοινοβουλευτική στήριξη
της αντιπολίτευσης. Δεν το έκανε όμως.
Αντίθετα
διατήρησε την εικόνα της επιθετικής αλλά καλόπιστης διαπραγμάτευσης μέχρι
τη λήξη του προγράμματος διάσωσης την περασμένη Τρίτη 30 Ιουνίου και την
αθέτηση πληρωμής της δανειακής δόσης των 1,5 δις ευρώ προς το ΔΝΤ. Με την οικονομία
να έχει περιέλθει σε ένα καθεστώς πλήρους ασφυξίας και στάσης πληρωμών, το
δημοψήφισμα της Κυριακής ήταν η τελευταία κίνηση μίας στρατηγικής που
αποσκοπούσε από την αρχή στο λεγόμενο Grexit και την έξοδο από την ΟΝΕ. Σε περίπτωση που
επικρατήσει το ΟΧΙ, οι δανειστές έχουν ξεκαθαρίσει ότι δε διατίθενται να επανεκκινήσουν
διαπραγματεύσεις για τη διάσωση της χώρας εντός ευρώ με μία κυβέρνηση στην
οποία δεν έχουν πλέον καμία εμπιστοσύνη. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό το σχέδιο στρατηγικής,
η επιστροφή στη δραχμή (ή όπως αλλιώς θα λέγεται ένα νέο νόμισμα) θα αποτελέσει
οικονομική λύτρωση και θα σηματοδοτήσει την επανάκτηση της εθνικής
αξιοπρέπειας. Για πιο λόγο άλλωστε οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και τα
κομματικά στελέχη μέχρι και τώρα αρνούνται πεισματικά να μιλήσουν ανοιχτά για
τις βέλτιστες επιλογές και πολιτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν τη μέρα μετά
από ένα ΟΧΙ; Μήπως γιατί ξέρουν ότι ένα αξιοπρεπές και ξεκάθαρο δίλημμα μεταξύ
ευρώ και δραχμής θα οδηγούσε στην ηρωική τους έξοδο;
Είναι πλέον
πασιφανές ότι σε αυτό το σημείο η μόνη δημοκρατική επιλογή που μπορεί να κάνει
η χώρα είναι μεταξύ ευρώ και δραχμής. Κάθε άλλο επιχείρημα είναι άκρως
παραπλανητικό και ανακριβές. Το πιο ανησυχητικό σε όλη αυτή την ιστορία είναι
ότι μια έξοδος από το ευρώ θα οδηγήσει με μεγάλη βεβαιότητα και στην έξοδο από
την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι υποχρέωση κάθε
χώρας μέλους της ΕΕ να συμμετέχει στην ΟΝΕ εκτός αν (1) δεν μπορεί να πιάσει τα
δημοσιονομικά και νομισματικά κριτήρια σύγκλισης ή (2) έχει παράλληλα
διαπραγματευτεί ειδική νομική εξαίρεση (όπως για παράδειγμα το Ηνωμένο
Βασίλειο). Επομένως, η παραμονή στην ΕΕ μετά από άτακτη και εθελοντική έξοδο
από το ευρώ προϋποθέτει κάποιου είδους επαναδιαπραγμάτευση με τους εταίρους (με
την ταυτόχρονη επιβολή όρων) καθώς και την καλή τους πίστη και βούληση. Γιατί
όμως οι Ευρωπαίοι να θελήσουν να κρατήσουν ανάμεσά τους μια χώρα με μια
αντιδραστική κυβέρνηση που ήδη απειλεί να τη θέσει σε ακινησία με την πυρηνική
χρήση του βέτο σε θέματα «ζωτικών εθνικών συμφερόντων» σαν άλλος Δούρειος Ίππος
των νέων της συμμάχων (δες Ρωσία);
Το μόνο που έχει
καταφέρει ως τώρα αυτό το δημοψήφισμα είναι η ενίσχυση της πόλωσης και η
εμβάθυνση των κοινωνικών διαιρέσεων. Ευρωκομμουνιστές, εθνικιστές και
ακροδεξιοί έχουν δημιουργήσει μία ανίερη συμμαχία υπέρ του ΟΧΙ αντιμαχόμενη το
στρατόπεδο των φιλοευρωπαϊκών μετριοπαθών δυνάμεων που κατατρύχεται από την
πλήρη απονομιμοποίηση των δοκιμασμένων του πολιτικών ελίτ. Υπό αυτό το πρίσμα,
λοιπόν, η λεγόμενη «θεωρία των δύο άκρων», που αρχικά ξεκίνησε από τη σφαίρα
της συνομωσιολογίας και του δεξιού λαϊκισμού, παίρνει πλέον σάρκα και οστά.
Η διεξαγωγή αυτού
του δημοψηφίσματος φέρει έντονα τα σημάδια της διάβρωσης του δημοκρατικού
πολιτεύματος της χώρας και του ξεχειλώματος του ελληνικού Συντάγματος. Σε
περίοδο χρεοκοπίας και εκτάκτου ανάγκης, πώς αλλιώς θα μπορούσε να διεξαχθεί με
επιτυχία η υπέρτατη αυτή διαδικασία δημοκρατικής έκφρασης για ένα υπαρξιακό
εθνικό θέμα στο χρονικό πλαίσιο της μίας και μόνο εβδομάδας (όταν οι Βρετανοί
θα έχουν μέχρι και δύο χρόνια για να συζητήσουν και να αποφασίσουν για τη
συμμετοχή τους στην ΕΕ μόνο); Εκτός βέβαια και αν ήταν προαποφασισμένο και
προσχεδιασμένο.
Πλέον το σύνολο
των κινήσεων και της στρατηγικής της κυβέρνησης έχει αρχίσει να βγάζει νόημα. Ο
Πρωθυπουργός και οι παρ’ αυτώ έσπευσαν να συμμαχήσουν με τους συνομωσιολογικούς
Ανεξάρτητους Έλληνες ούτως ώστε να θέσουν σε κίνηση ένα καλά ενορχηστρωμένο
πλάνο καταστρατήγησης των κρατικών θεσμών με πλάγιους τρόπους. Αυτή η σύντομη «πορεία
προς το κράτος» επιτελείται με το δημοκρατικό επικάλυμμα ενός κίβδηλου δημοψηφίσματος,
του οποίου το αποτέλεσμα κινδυνεύει να παραποιηθεί με διάφορους τρόπους. Ο
Πρωθυπουργός -σε συνεργασία με την Αριστερή Πτέρυγα μεταξύ άλλων- φαίνεται πως
έχει δώσει μία ακραία ερμηνεία στη δημοκρατική του εντολή για να υλοποιήσει τις
ιδεοληψίες των φοιτητικών του χρόνων και τις νεομαρξιστικές θεωρίες του
πνευματικού του ταγού, Νίκου Πουλαντζά.
Το 2011 και το
2012, κάναμε λάθος ως προς τα οικονομικά δεδομένα. Τώρα όμως σφάλουμε για τα
πολιτικά δεδομένα. Μήνες τώρα βαυκαλιζόμαστε για τις καλές προθέσεις αυτής της κυβέρνησης.
Με την προκήρυξη αυτού του δημοψηφίσματος, αυτήν την ώρα και με κλειστές τις τράπεζες,
έχουν πέσει οι μάσκες και έχουν βγει στην επιφάνεια οι πραγματικές προθέσεις
των κυβερνώντων. Από εκεί και πέρα αυτό που πρέπει να κάνει ο κάθε νοήμων
πολίτης είναι να ζυγίσει με ορθή κρίση και νηφαλιότητα τις δύο ουσιαστικές
επιλογές που τίθενται: ευρώ ή δραχμή.
Νικήτας Κωνσταντινίδης Λέκτορας Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας,
Πανεπιστήμιο του Cambridge, Ελληνικό
Φόρουμ Δημόσιας Πολιτικής
No comments:
Post a Comment