Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του Βουλευτή κ. Χρίστου Δήμα στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν η Κοινότητα Μπροστά και το GPPF στις 24 Σεπτεμβρίου 2014 για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Κυρίες και Κύριοι,
Αρχικά, θέλω να ευχαριστήσω το Ελληνικό Φόρουμ Δημόσιας
Πολιτικής και την πολιτική κοινότητα «Μπροστά» για την πρόσκλησή τους στην
συζήτηση με θέμα, «Φταίει το Σύνταγμα για την Κρίση;» Και στα δύο συμμετέχουν ενεργά
φίλοι μου και συμφοιτήτες μου και για αυτό τον λόγο είμαι πολύ χαρούμενος που
βρίσκομαι εδώ σήμερα. Επίσης, είναι μεγάλη μου χαρά που συμμετέχω στο ίδιο
πάνελ με την εκλεκτή συνάδελφο την κα Γιαννακάκη, τον πρώην Υπουργό τον κ.
Ραγκούση ο οποίος είχε και ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στα ΝΕΑ για τον εκλογικό
νόμο και φυσικά τον διακεκριμένο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου τον κ.
Τσακυράκη.
Πριν αρχίσω την ανάλυση, θέλω να σας πω πως, πριν εκλεγώ Βουλευτής, κατά την διάρκεια της διπλής προεκλογικής εκστρατείας του Μαϊου και του Ιουνίου του 2012, υποστήριζα πως η Βουλή που θα προκύψει πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινήσει την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Σήμερα, εξακολουθώ να το πιστεύω ακόμη περισσότερο και για αυτόν τον λόγο το υποστηρίζω δημόσια και στις ομιλίες μου στη Βουλή αλλά και στις παρεμβάσεις μου στα ΜΜΕ. Το Σύνταγμα είναι το θεμελιώδες κείμενο επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας μιας χώρας όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη, την οργάνωση και βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Προφανέστατα, η μορφή του Συντάγματος, η δομή του και η διατύπωση επηρεάζουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Η άποψη μου είναι, όμως, πως το Σύνταγμα δεν φταίει για την κρίση. Ακόμα και με αυτό το Σύνταγμα μπορούσαμε και έπρεπε να είχαμε αποφύγει την οικονομική κρίση. Το Σύνταγμα από μόνο του δεν μπορεί ούτε να αποτρέψει την οικονομική κρίση ούτε να φέρει οικονομική ανάπτυξη. Ένα Σύνταγμα όμως, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών, ένα σύγχρονο Σύνταγμα, σίγουρα θα βοηθούσε ώστε να είχαμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και αξιοπιστία στους θεσμούς από όση έχουμε σήμερα, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται και στην έρευνα. Η χώρα διανύει μία πολύ δύσκολη περίοδο που, εκτός από την οικονομία, διάβρωσε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς και βεβαίως προς το νομοθετικό σώμα. Αν επομένως από κάπου πρέπει να πιάσουμε το νήμα της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης είναι ακριβώς εδώ.
Ας δώσω κάποια παραδείγματα ώστε να είμαι πιο σαφής.
Άρθρο 62, Βουλευτική ασυλία. Διαβάζω. «Όσο διαρκεί η
βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε
φυλακίζεται, ούτε με άλλον τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος.» Η παροχή βουλευτικής ασυλίας σήμερα για ζητήματα τα οποία
δεν έχουν να κάνουν με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα ενός βουλευτή είναι
αναχρονιστική, άκαιρη και κατά τη γνώμη μου ξένη σε ένα Σύνταγμα που θέλει να
είναι σύγχρονο και ευρωπαϊκό.
Άρθρο 86, παράγραφος 3, υποπαράγραφος 2, Περί Ευθύνης
Υπουργών. Διαβάζω. «Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1
αρμοδιότητα της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής
περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.» Η αναθεώρηση της διάταξης για την αποσβεστική προθεσμία
ως προς την ποινική ευθύνη των υπουργών είναι αναγκαία. Οι αποφάσεις των υπουργών θα πρέπει να μπορούν
να ελέγχονται δικαστικά ακόμη και μετά από πολλά χρόνια από την τέλεσή τους,
ειδικά σε περίπτωση που προκύπτουν νέα στοιχεία. Αυτό επιβάλει η λογική και
αυτό θα πρέπει να γίνει αν πραγματικά αντιλαμβανόμαστε ότι προβλέψεις σαν κι
αυτές σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την απαξίωση του πολιτικού συστήματος.
Βεβαίως εδώ προκύπτει το ζήτημα της αρμοδιότητας για τη
δίωξη των υπουργών. Ορισμένοι Συνταγματολόγοι είναι υπέρ της αναθεώρησης του
άρθρου 86 του Συντάγματος, ώστε να αφαιρεθεί από τη Βουλή η αρμοδιότητα για τη
δίωξη των υπουργών, και να ανατεθεί σε συλλογικό όργανο αποτελούμενο π.χ. από
ανώτατους δικαστές, όπως συμβαίνει στη Γαλλία.
Η Βουλευτική ασυλία και οι διατάξεις περί ευθύνης
Υπουργών είναι δύο περιπτώσεις άρθρων που η αναθεώρηση τους θα βοηθούσε στο να
εμπιστευτούν οι πολίτες περισσότερο από ότι σήμερα τους θεσμούς όπως το
Κοινοβούλιο, τη Κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα. Αυτό προκύπτει και από την
έρευνα. Παράλληλα με τις αλλαγές που αφορούν την αποκατάσταση της
εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς, η αναθεώρηση του Συντάγματος
προσφέρει μια ευκαιρία για την επανεξέταση ρυθμίσεων που σήμερα είναι
αναποτελεσματικές ή αναχρονιστικές.
Να θέσω κάποια παραδείγματα ώστε να είμαι πιο
συγκεκριμένος:
Το Άρθρο 13 παράγραφος 2, για την ελευθερία θρησκευτικής
συνείδησης αναφέρει πως «Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται». Νομίζω πως αυτή η
διάταξή δεν εξυπηρετεί ρεαλιστικά τίποτα.
Παρομοίως, το Άρθρο 14, ελευθερία του τύπου, είναι
ξεπερασμένο σχεδόν στο σύνολο του. Πιο συγκεκριμένα η παράγραφος 3 αναφέρει πως
επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η κατάσχεση εντύπων για «προσβολή της χριστιανικής
θρησκείας ή άλλων γνωστών θρησκειών, προσβολή του προσώπου του Προέδρου της
Δημοκρατίας, δημοσιεύματα που αποκαλύπτουν πληροφορίες για τις ένοπλες δυνάμεις
και άσεμνα δημοσιέυματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημοσία αιδώ.» Νομίζω πως μία
πλοήγηση στο διαδίκτυο αρκεί για να συμφωνήσουμε ότι είναι τουλάχιστον
ξεπερασμένες οι συγκεκριμένες διατάξεις.
Το περίφημο πλέον άρθρο 16, παράγραφος 5 του Συντάγματος υπογραμμίζει
πως «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελόυν
υπό την εποπτεία του κράτους.» Υπάρχουν πολιτικά κόμματα, ακαδημαϊκοί και καθηγητές οι οποίοι
είναι ανοιχτά εναντίον οποιασδήποτε αλλαγής στο Άρθρο 16. Σεβαστή η άποψη τους
αλλά διαφωνώ. Θεωρώ μάλιστα πως η πραγματικότητα τους έχει ξεπεράσει και ότι το
συγκεκριμένο Άρθρο είναι πλέον αναχρονιστικό και πρέπει να αφαιρεθεί. Η ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων τα
οποία θα λειτουργούν χωρίς καταλήψεις και χαμένα εξάμηνα θα δημιουργήσουν
συνθήκες ανταγωνισμού βελτιώνοντας τη ποιότητα των σπουδών και ενθαρρύνοντας
την έρευνα. Το δυστύχημα είναι οτί ενώ υπήρχε συμφωνία και το 2008
για την αναθεώρηση του Άρθρου 16 για μικροπολιτικούς λόγους δεν προχώρησε με
αποτέλεσμα να χάσουμε μία δεκαετία τουλάχιστον.
Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μία
χρυσή ευκαιρία ώστε να θέσουμε σε νέες σύγχρονες και υγιείς βάσεις την
λειτουργία του πολιτεύματος. Η προϋπόθεση, όμως, είναι να ανοίξει η συζήτηση για
την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο το δυνατόν νωρίτερα, πιθανότατα αμέσως μετά
την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Για να μπορέσει όμως να ξεκινήσει η υπάρχουσα Βουλή την
διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος πρέπει πρώτα να εκλέξει Πρόεδρο της
Δημοκρατίας. Το Άρθρο 32 περιγράφει την διαδικασία εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά η παράγραφος 4 αναφέρει πως «αν δεν επιτευχθεί ούτε
και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία (180 Βουλευτές), η Βουλή
διαλύεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ψηφοφορία και προκηρύσσεται εκλογή για
την ανάδειξη νέας Βουλής.» Η πρόβλεψη του νομοθέτη για τη συγκεκριμένη διάταξη είναι
η αυξημένη πολιτική συναίνεση στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας και όχι
η δημιουργία ευκαιρίας για πρόωρες εκλογές. Δυστυχώς όμως αρκετοί εκλαμβάνουν
την παραπάνω πρόβλεψη ως Συνταγματικό παραθυράκι για την διάλυση της Βουλής, την
ανατροπή της κυβέρνησης και την διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών. Η αναθεώρηση του Άρθρου 32 πρέπει να αντικατασταθεί με
διάταξη που να αποσυνδέει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη
διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών. Η διαδικασία εκλογής του Πρόεδρου της Δημοκρατίας έχει
απασχολήσει πολύ τους ακαδημαϊκούς και όχι μόνο, τα τελευταία χρόνια. Μεγάλη
συζήτηση έχει γίνει για το αν πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλέγεται
απευθείας από τους πολίτες της χώρας. Μία τέτοια εξέλιξη όμως θα χρειαζόταν πιο
βαθιές τομές όχι μόνο στο Σύνταγμα αλλά και στο πολίτευμα αυτό καθαυτό. Ένας
Πρόεδρος της Δημοκρατίας που έχει εκλεγεί απευθέιας από τους πολίτες αναμφίβολα
θα έχει περισσότερο κύρος θα έπρεπε όμως να έχει και περισσότερες αρμοδιότητες.
Περισσότερες αρμοδιότητες όμως σημαίνει πως ξεφέυγουμε από την Προεδρευόμενη
Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, άρα αλλάζουμε και το Άρθρο 1 του Συντάγματος και
όχι μόνο και πλέον αγγίζουμε τα όρια της Συντακτικής Συνέλευσης.
Επίσης, θέμα προς συζήτηση δεν είναι μόνο η αναθεώρηση
του Συντάγματος αλλά και η εφαρμογή του. Ίσως αυτό να ήταν και επιχείρημα υπέρ
της ίδρυσης ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου αλλά και της καθιέρωσης ενός απλού
και λιτού Συντάγματος το οποίο να μην είναι εξαντλητικό και λεπτομερές αλλά να
θέτει κάποιες γενικές αρχές λειτουργίας του πολιτεύματος.
Το ίδιο ισχύει και για την διαδικασία αναθεώρησης του
Συντάγματος. Επειδή η κοινωνία συνεχώς εξελίσσεται είναι πολύ σημαντικό μία
πολιτεία να μπορεί να προσαρμόζεται στις ανάγκες της εποχής της. Ίσως θα έπρεπε
να αλλάξει και το σύστημα αναθεώρησης του Συντάγματος από δύο Βουλές και να
γίνεται από μία Βουλή με πολύ αυξημένη όμως πλειοψηφία.
Είπαμε όμως για διατάξεις που πρέπει να αλλάξουν και
διατάξεις που πρέπει να αφαιρεθούν. Επιτρέψτε μου να αναφέρω στην τοποθέτηση
μου και μία πιθανή προσθήκη στο νέο Σύνταγμα. Η σύγχρονη Ελληνική μεταπολιτευτική ιστορία αποδεικνύει
πως στην Ελλάδα δεν έχει στεριώσει κανένα εκλογικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα,
από τις εκλογές του 1974 μέχρι και τις εκλογές του 2012 -δηλαδή σε 15 εκλογικές
αναμετρήσεις- ο εκλογικός νόμος έχει αλλάξει 7 φορές. Στις περισσότερες χώρες του Δυτικού κόσμου το εκλογικό
σύστημα παραμένει σταθερό με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται η ομαλότερη λειτουργία
του πολιτεύματος. Η πολύ συχνή αλλαγή του εκλογικού νόμου, όπως στην Ελλάδα,
εκτός ότι είναι δείγμα πολιτικής ανωριμότητας, δημιουργεί αναστάτωση και στους
πολίτες οι οποίοι πρέπει να εξοικειώνονται συνεχώς με τον νέο εκλογικό νόμο
ώστε να γνωρίζουν στοιχειωδώς τον αντίκτυπο ή όχι που μπορεί να έχει η ψήφος
τους. Θεωρώ πως έχει φτάσει η στιγμή όπου χρειαζόμαστε όχι μόνο
ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα αλλά κυριότερα ένα σταθερό εκλογικό σύστημα.
Ίσως θα ήταν καλή ιδέα οι βασικές αρχές που θα διέπουν το εκλογικό σύστημα να
συμπεριληφθούν στο αντίστοιχο Άρθρο 54 του νέου Συντάγματος. Μία τέτοια ρύθμιση
θα αποτρέπει τη συχνή αλλαγή του και επομένως θα διασφαλίζει την ισχύ του
ανεξάρτητα από τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες.
Το Σύνταγμα καθορίζει το πλαίσιο λειτουργίας του
πολιτεύματος. Η οικονομική κρίση έχει αλλάξει όχι μόνο την καθημερινότητα όλων
μας αλλά και το πολιτικό σύστημα. Τα προβλήματα που μας οδήγησαν εδώ όμως δεν
πηγάζουν από το Σύνταγμα και δεν τροφοδοτούνται από κάποιες διατάξεις του
Συντάγματος που ενδεχομένως να είναι ξεπερασμένες ή αναποτελεσματικές. Το Σύνταγμα θέτει μεν κάποια όρια, όμως δεν νομοθετεί,
εκτελεί, δικάζει αλλά ούτε ενημερώνει, επηρεάζει ή συνδικαλίζεται. Οι θεσμοί
και πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που απαρτίζουν αυτούς τους θεσμούς, χαράζουν και
εφαρμόζουν την πολιτική. Συνεπώς το Σύνταγμα με τα όποια θετικά του και τα
αρνητικά του στοιχεία δεν ευθύνεται για την κρίση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι
δεν υπάρχουν σημεία τα οποία χρειάζονται αλλαγές και βελτιώσεις που θα
ενισχύσουν την επανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς.
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
No comments:
Post a Comment