Έχει, αν μη τί άλλο, ενδιαφέρον το να επικαλούμαστε τη φύση -έτσι όπως ο
καθένας από εμάς την εννοεί, τέλος πάντων- για να δικαιολογήσουμε το πώς πρέπει
να λειτουργούν κατασκευές των ανθρωπίνων κοινωνιών, όπως ο θεσμός του γάμου ή
το σύμφωνο συμβίωσης. Το οξύμωρο του πράγματος ασφαλώς πολλαπλασιάζεται όταν ο
Υπουργός Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (sic), όχι μόνο επικαλείται
την φύση ως κριτήριο για το ποιοί πολίτες έχουν δικαίωμα στον γάμο, αλλά
εμφανίζεται και να αγνοεί βασικές νομικές αρχές.
Τα όσα υποστήριξε ο κ. Υπουργός αναφορικά με το σύμφωνο συμβίωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση έχουν ήδη γίνει αντικείμενο δικαιολογημένα σφοδρής κριτικής από πολιτικούς και νομικούς σχολιαστές. Οι αναγνώστες θα έχουν, ασφαλώς, ήδη ενημερωθεί ότι το κείμενο της ΕΣΔΑ, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Υπουργός και στην οποία προβλέπεται το δικαίωμα στον γάμο, δεν απαγορεύει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Όταν συντάχτηκε η Σύμβαση, το εν λόγω δικαίωμα κατοχυρώθηκε έχοντας κατά νου ετερόφυλα ζευγάρια. Ωστόσο, η εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των κανόνων τους επί του θέματος οδήγησε (σχετικά πρόσφατα) το Δικαστήριο που ελέγχει την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης να αναγνωρίσει ότι, πλέον, το δικαίωμα στον γάμο δεν περιορίζεται μόνο σε άτομα διαφορετικού φύλου, αν και εναπόκειται σε κάθε κράτος να επιλέξει αν επιθυμεί ο γάμος να επεκταθεί και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Ο σκοπός της παρέμβασης μας, ωστόσο, δεν είναι να προσθέσουμε τη φωνή μας
σε αυτές που απορούν και εξίστανται με τους νομικούς σολοικισμούς ενός τέως
ανώτατου δικαστικού και νυν πολιτικού προϊσταμένου της ελληνικής δικαιοσύνης,
ούτε βεβαίως να αναρωτηθούμε αν τα σφάλματα οφείλονται σε ασυγχώρητη νομική άγνοια
ή εσκεμμένο -και εξίσου ασυγχώρητο- πολιτικό καιροσκοπισμό.
Αυτό που επιδιώκουμε είναι να εξηγήσουμε ότι το διακύβευμα εν προκειμένω δεν
είναι απλώς και μόνο το δικαίωμα μιας ομάδας πολιτών σε ισότιμη μεταχείριση
αλλά η ίδια η ποιότητα της δημοκρατίας μας. Το τί θα επιλέξουν να κάνουν τα όργανα του κράτους, και δη το
Κοινοβούλιο, για να συμμορφωθεί η Ελλάδα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Βαλλιανάτου είναι εξίσου σημαντικό με το γιατί θα επιλέξουν να το κάνουν.
Με προηγούμενες παρεμβάσεις μας στα ΝΕΑ (17-12-2013, προσβάσιμο και εδώ) και, αναλυτικότερα, στο Books’ Journal (τεύχος 39, προσβάσιμο και εδώ), είχαμε εξηγήσει ότι η απόφαση Βαλλιανάτου αναγνωρίζει ευρεία
διακριτική ευχέρεια σε κάθε κράτος να αποφασίσει αν επιθυμεί να προβλέπει
σύμφωνο συμβίωσης, αξιώνοντας ωστόσο να μην αποκλείονται από το σύμφωνο τα
ομόφυλα ζευγάρια όταν αυτό προβλέπεται. Το νομικό ζήτημα από τη σκοπιά των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επομένως, είναι ξεκάθαρο. Η ΕΣΔΑ ούτε επιβάλλει, αλλά ούτε ασφαλώς και απαγορεύει στα κράτη να θεσπίσουν σύμφωνο συμβίωσης ως
εναλλακτική του γάμου μορφή νομικής αναγνώρισης της συμβίωσης δύο ανθρώπων.
Αξιώνει μόνον η όποια επιλογή του νομοθέτη να μην δημιουργεί αθέμιτες
διακρίσεις.
Τί σημαίνει αυτό επί του πρακτέου; Με την επιφύλαξη των (όχι, πάντως,
αξεπέραστων) εμποδίων που σχετίζονται με τα δικαιώματα (ετερόφυλων) ζευγαριών
που έχουν ήδη συνάψει σύμφωνο συμβίωσης από το 2008 και εντεύθεν, η απόφαση Βαλλιανάτου δεν υποχρεώνει την Ελλάδα να
επεκτείνει το σύμφωνο στα ομόφυλα ζευγάρια.
Το Κοινοβούλιο μας μπορεί, επομένως, να επιλέξει αν θα συμμορφωθεί με
την απόφαση επεκτείνοντας το υπάρχον σύμφωνο (όπως, ανεπιφύλακτα, θεωρούμε ότι είναι
το δέον και ευκταίον) στα ομόφυλα ζευγάρια, ή καταργώντας το πλήρως.
Η νομική αυτή διάσταση του θέματος εξακολουθεί να απουσιάζει από το δημόσιο
διάλογο, ο οποίος φαίνεται να ρέπει προς το γνωστό, ιδίως εσχάτως, μοτίβο του
“έτσι μας το επιβάλλει η Ευρώπη”. Όσοι επιμένουν να αποδίδουν στην “Ευρώπη”
συλλήβδην όλα τα δεινά που μας κατατρύχουν ξεχνούν, ίσως, το γεγονός ότι η ΕΣΔΑ
είναι μηχανισμός του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενός θεσμού δηλαδή που αποτελεί
την πρώτη απάντηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών στην λαίλαπα του ναζισμού και του
φασισμού και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την διαφύλαξη της δημοκρατίας και των
δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Τούτο δεν σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων μπορεί να υποκαθιστά τα εθνικά κοινοβούλια και να επιβάλλει στις
εθνικές κοινωνίες επιλογές παντελώς ξένες με την βούληση των λαών. Ο ρόλος του
Δικαστηρίου είναι να διαπιστώνει ότι ορισμένες επιλογές, όπως εν προκειμένω ο
αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από το σύμφωνο συμβίωσης, δεν συνάδουν με το
ευρωπαϊκό αξιακό σύστημα, αυτό δηλαδή που αποτελεί κοινό τόπο, ξεπερνά τα στενά
εθνικά σύνορα, θεμελιώνεται στις βασικές αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας
και της ισότητας και βρίσκει τη νομική του έκφραση μέσα από τις διατάξεις της
Σύμβασης.
Σε μία περίοδο που το περιβόητο αυγό του φιδιού επωάζεται ξανά σε πολλές
γωνιές της Ευρώπης -έχοντας, δυστυχώς, βρει έδαφος γόνιμο και στη δική μας χώρα-
οφείλουμε να προφυλάσσουμε το κύρος θεσμών που αποτελούν θεμέλιο του ευρωπαϊκού
νομικού πολιτισμού. Είναι τουλάχιστον επικίνδυνο να απονομιμοποιούμε το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη συνείδηση της κοινής γνώμης, αποδίδοντάς
του την ευθύνη για πολιτικές επιλογές που ανήκουν στην αποκλειστική θεσμική
αρμοδιότητα της Βουλής των Ελλήνων.
Η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια πρέπει να είναι η συνειδητή
επιλογή της ελληνικής κοινωνίας και των αντιπροσώπων της γιατί αυτό επιτάσσει η
συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας που, με την σειρά της, είναι
σύμφυτη με την έννοια της δημοκρατίας. Ας κάνουμε, λοιπόν, την σωστή επιλογή
επειδή αυτό αξιώνει η ισότητα και ο πολιτισμός μας. Όχι επειδή νομίζουμε ή μας
συμφέρει να γίνει πιστευτό ότι μας το επιβάλλει ο ευρωπαϊκός δικαστικός
έλεγχος. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Πάνος Καποτάς, επίκουρος καθηγητής, Νομική Σχολή Potsmouth
Bασίλης Π. Τζεβελέκος, λέκτορας, Νομική Σχολή Hull Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Books' Journal
No comments:
Post a Comment