Μέσα στον κυκεώνα των αλλαγών που βιώνει η χώρα, στο σύνολο των εκφάνσεων της ζωής, βαρύνουσα σημασία κατέχει η αναδιάρθρωση στην οποία υπόκειται ο ευαίσθητος χώρος της υγείας. Η μείωση των εξόδων συνιστά το βασικότερο γνώμονα, για να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις που μεταξύ άλλων επηρεάζουν άμεσα τη διαχείριση των νοσοκομειακών φαρμακευτικών‡ και των δημόσιων φαρμακευτικών δαπανώ퇇. Βασικό πυλώνα στη μείωση των εξόδων για την κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών αποτελεί η απόφαση του Υπουργείου Υγείας να εντείνει την εισροή και να αυξήσει τη συνταγογράφηση γενόσημων φαρμάκων σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.
- Τι είναι όμως τα γενόσημα;
Η εταιρεία που δημιουργεί ένα νέο φαρμακευτικό προϊόν – πρωτότυπο φάρμακο ή φάρμακο αναφοράς – αποκτά την «πατέντα» (δίπλωμα ευρεσιτεχνίας) και έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα πώλησης του φαρμάκου για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως για μία δεκαετία. Μετά το πέρας ισχύος της πατέντας δύναται μία άλλη φαρμακοβιομηχανία, να παράγει νόμιμα ακριβώς το ίδιο φάρμακο (αντίγραφο ή γενόσημο). Το γενόσημο φάρμακο περιέχει την ίδια δραστική ουσία* (ή διαφορετική μορφή αυτής) με αυτή του πρωτότυπου και χορηγείται στην ίδια δοσολογία για τη θεραπεία των ίδιων ασθενειών, ώστε να είναι θεραπευτικά ισοδύναμο με το πρωτότυπο. Βέβαια το γενόσημο μπορεί να διαφοροποιείται από το πρωτότυπο στα μη δραστικά συστατικά**, στην ονομασία, στην εμφάνιση και στη συσκευασία. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα είδος γενόσημου φαρμάκου που ονομάζεται «υβριδικό». Το «υβριδικό» φάρμακο μπορεί να διαφέρει στην περιεκτικότητα, στην οδό χορήγησης και ελαφρώς στην ένδειξη χορήγησης από αυτή του πρωτότυπου φαρμάκου. Τέλος, μνεία χρειάζεται να γίνει σε μία ιδιαίτερη κατηγορία φαρμάκων, αυτή των βιολογικών***. Τα «αντίστοιχα» των γενόσημων αυτής της ομάδας φαρμάκων ονομάζονται βιο-ομοειδή. Σε αντίθεση με τα γενόσημα, τα βιο-ομοειδή θεωρούνται «παρόμοια» προϊόντα με τα βιολογικά και δεν είναι εφικτό να αποδειχθεί η ισοδυναμία τους με τα τελευταία. Πρακτικά, λοιπόν, δεν υπάρχουν μέθοδοι που να συνεργούν στις αυτόματες αντικαταστάσεις πρωτοτύπων από βιο-ομοειδή, είτε βιο-ομοειδών από άλλα βιο-ομοειδή, οπότε η επιλογή τους έγκειται αποκλειστικά σε τεκμηριωμένες επιστημονικά έρευνες σε συνδυασμό με την κλινική εμπειρία του θεράποντος ιατρού.
- Από ποιους ελέγχονται και πώς αξιολογούνται;
Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και τα γενόσημα, για να κυκλοφορήσουν στην αγορά πρέπει να ελεγχθούν και να εγκριθούν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) και τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ), ανεξάρτητα από τη χώρα παραγωγής τους. Σε εθνικό επίπεδο, ο ΕΟΦ επιθεωρεί τα φαρμακευτικά εργοστάσια και τις φαρμακαποθήκες στην Ελλάδα σύμφωνα με τις κοινοτικές απαιτήσεις. Επιπλέον, επιθεωρεί σε κοινοτικές και εθνικές αποστολές εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων τρίτων χωρών (ΗΠΑ, Ινδία, Κίνα κλπ). Μόνο τα εργοστάσια στα οποία έχει χορηγηθεί Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Καλής Παραγωγής (EUGMP Certificate) επιτρέπεται να παράγουν φάρμακα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι διεθνείς και οι εθνικοί οργανισμοί διενεργούν συστηματικά εργαστηριακούς ελέγχους και επιθεωρήσεις. Επιπλέον, μετά την αδειοδότηση και κυκλοφορία των φαρμάκων, λαμβάνουν χώρα εργαστηριακοί δειγματοληπτικοί έλεγχοι και τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις, παράλληλα με τον ποιοτικό έλεγχο που επιβάλλεται να αναπτύξουν οι παρασκευάστριες εταιρείες. Τα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της δραστικής ουσίας είναι ήδη γνωστά, δεδομένου ότι το πρωτότυπο προϊόν χρησιμοποιείται αρκετά χρόνια. Η ισχύουσα νομοθεσία επιβάλλει τη διεξαγωγή αναλύσεων, ώστε να τεκμηριωθεί η ισοδυναμία των γενόσημων φαρμάκων, συγκριτικά με τα πρωτότυπα, τόσο στον τομέα της αποτελεσματικότητας όσο και της ασφάλειας. Η παραγωγός εταιρεία πρέπει να παρέχει πληροφορίες για την ποιότητα του γενόσημου φαρμάκου και αν θεωρηθεί αναγκαίο να διεξάγει περαιτέρω δοκιμές που θα αξιολογηθούν από τους ελεγκτικούς οργανισμούς (όπως στην περίπτωση της διαφορετικής μορφής της δραστικής ουσίας ή των «υβριδικών» φαρμάκων). Πρακτικά, το φύλλο οδηγιών ενός γενόσημου φέρει τις ίδιες οδηγίες με αυτές του πρωτότυπου. Διαφοροποιήσεις μπορεί να υπάρχουν στα μη δραστικά συστατικά και σε τυχόν παρενέργειες τους, καθώς και σε «πατενταρισμένες» ενδείξεις είτε των γενόσημων, είτε των πρωτότυπων που είναι ακόμη σε καθεστώς προστασίας.
- Ποιος ο οικονομικός αντίκτυπος των γενόσημων στις φαρμακευτικές δαπάνες;
Τα γενόσημα έχουν το πλεονέκτημα της μη επιβάρυνσης της τιμής τους από τα έξοδα έρευνας και κλινικοεργαστηριακών δοκιμών της δραστικής ουσίας, συνεπώς και του χαμηλού κόστους παραγωγής. Από τη στιγμή που θα εμφανιστούν στην αγορά τα γενόσημα, είναι αναμενόμενη η μείωση της τιμής ενός πρωτότυπου φαρμάκου. Το πόσο γρήγορα όμως θα συμβεί αυτό, είναι δύσκολο να υπολογιστεί, παρά την πρόοδο στη στατιστική ανάλυση του φαινομένου, όπως εξάλλου διατείνονται οι αναλυτές των φαρμακοοικονομικών μελετών. Συνήθως σε μία χρονική περίοδο εβδομάδων ή μηνών – άλλοτε ετών – η τιμή του πρωτότυπου φαρμάκου ακολουθεί ραγδαία μείωση, έως ότου πλησιάσει στα επίπεδα των τιμών των γενόσημων. Η διάρκεια της περιόδου αυτής, μεταξύ άλλων επηρεάζεται από την οικονομική πολιτική που ακολουθούν τα κράτη στο χώρο της υγείας και από τις τυχόν νέες εγκεκριμένες ενδείξεις του πρωτότυπου φαρμάκου που επιμηκύνουν χρονικά τα αποκλειστικά δικαιώματα πώλησης για τις ενδείξεις αυτές. Η εμπειρία δείχνει πως όσο περισσότερα είναι τα γενόσημα που παράγονται, τόσο μεγαλύτερη είναι η πτώση των τιμών. Ο αριθμός των γενόσημων και κατ’ επέκταση ο ανταγωνισμός στις τιμές επηρεάζεται κυρίως από το σύνολο των εταιρειών που διεκδικούν μερίδιο στην αγορά, την αξία των πωλήσεων του φαρμάκου, το άθροισμα των εταιρειών παραγωγής της δραστικής ουσίας (και εδώ ισχύει η λογική πως όσο περισσότεροι είναι οι προμηθευτές τόσο χαμηλότερες θα είναι οι τιμές) και από τη δυσκολία παραγωγής του σκευάσματος που μπορεί να αποθαρρύνει τις παρασκευάστριες εταιρείες.
Η συνήθης οικονομική πολιτική που ακολουθούν τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αναφορικά με τη χειραγώγηση της τιμής των γενόσημων, βασίζεται αφενός στον ορισμό ανώτερης τιμής πώλησης ενός φαρμάκου και αφετέρου στη διαμόρφωση τιμών αναφοράς, βάσει των οποίων υπολογίζεται η συμμετοχή που καταβάλλει ο ασθενής. Η πολιτική επιβολής ανώτερης τιμής φαίνεται να συγκρατεί τις τιμές των γενόσημων ψηλά, αφού ως επί το πλείστων κυμαίνονται εξαρχής σε κατώτερα της ανώτερης τιμής επίπεδα και το γεγονός αυτό δεν δρα ανταγωνιστικά. Η ύπαρξη τιμών αναφοράς συμβάλλει στη μείωση των τιμών, κατά κύριο λόγο, των πρωτότυπων φαρμάκων και σε μικρότερο βαθμό των γενόσημων. Ωστόσο, τα γενόσημα με τιμή ήδη χαμηλότερη από αυτή της τιμής αναφοράς, δεν παρουσιάζουν περαιτέρω μείωση ακόμη και στην περίπτωση που ήδη υπάρχουν γενόσημα με χαμηλότερες τιμές, μιας και πάλι δεν προάγεται ο ανταγωνισμός, εκτός και αν εμφανιστούν νέα γενόσημα φάρμακα στην αγορά που θα “ταράξουν” τις ισορροπίες. Επιπλέον, στα κράτη (π.χ. Γερμανία) που ισχύουν και τα δύο προαναφερθέντα συστήματα τιμολόγησης, συχνά οι μειώσεις των φαρμάκων συντελούνται στο επίπεδο της χονδρικής πώλησης, χωρίς να μετακυλούνται στη λιανική πώληση. Η αύξηση, λοιπόν, του αριθμού των γενόσημων παραμένει ο σημαντικότερος παράγοντας, για να επιτευχθούν χαμηλές τιμές.
Κάποια συμπεράσματα
Σε επίπεδο αρχής, τα γενόσημα αποτελούν ασφαλή αντίγραφα των πρωτότυπων φαρμάκων, υπό την προϋπόθεση να υπάρχει αδιάλειπτη αξιολόγηση και ενδελεχής έλεγχος των εταιρειών παραγωγής από εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς. Οι φορείς που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με το χώρο της δημόσιας υγείας οφείλουν να ασκούν γόνιμη κριτική και ουσιαστική πίεση προς την κατεύθυνση της τήρησης της παραπάνω προϋπόθεσης, μέσω του άρτιου υλικοτεχνικού εξοπλισμού των ελεγκτικών μηχανισμών και της ικανοποιητικής τους στελέχωσης με καταρτισμένο επιστημονικό ανθρώπινο δυναμικό. Επιπρόσθετα, επιβάλλεται η ύπαρξη ενός οργανωμένου δικτύου επίβλεψης των μηχανισμών αυτών, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και αποδοτική λειτουργία τους. Παράλληλα, ουσιώδης πρέπει να είναι – σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο – η συμβολή των επαγγελματιών υγείας, μέσω της φαρμακοεπαγρύπνησης, μιας διαδικασίας, δηλαδή, κατά την οποία συντελείται ένας ατέρμονος έλεγχος των τυχόν ανεπιθύμητων ενεργειών των φαρμάκων, κατά συνέπεια και της ασφάλειας τους.
Όσον αφορά στον οικονομικό αντίκτυπο των γενόσημων, οι φαρμακοοικονομικές έρευνες καταδεικνύουν τη θετική επενέργεια της χρήσης τους στον έλεγχο των φαρμακευτικών δαπανών, σε συνδυασμό πάντα με την ορθή αξιοποίηση του πλεονεκτήματος που παρέχουν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός και η πολιτική που ακολουθείται για τη ρύθμιση του, είναι μία ακόμη παράμετρος που επηρεάζει την οικονομία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αν λάβουμε υπόψιν τις συνέπειες στο χώρο της εθνικής φαρμακοβιομηχανίας. Πρέπει, λοιπόν, να βρεθούν οι ισορροπίες αυτές που στόχο θα έχουν την ποιοτική και ασφαλή φαρμακευτική κάλυψη του ασθενή καθώς και την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και την πλήρωση των κρατικών αναγκών.
Θεοφάνης Βασιλειάδης, πυρηνικός ιατρός
‡Η νοσοκομειακή (φαρμακευτική) δαπάνη είναι το συνολικό ποσό που δαπάνησαν (εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος) τα νοσοκομειακά ιδρύματα για την αγορά φαρμάκων από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Το δαπανηθέν ποσό υπολογίζεται σε νοσοκομειακές τιμές.
‡‡Η δημόσια (φαρμακευτική) δαπάνη είναι το συνολικό ποσό που δαπάνησαν (εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος) τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία για την αγορά φαρμάκων από τα φαρμακεία.
*Η δραστική ουσία ενός φαρμάκου είναι το συστατικό που προσδίδει στο φάρμακο τη θεραπευτική του αποτελεσματικότητα (δράση).
**Τα μη δραστικά συστατικά είναι θεραπευτικά αδρανείς ουσίες στις οποίες ενσωματώνονται οι δραστικές ουσίες σε ορισμένη αναλογία.
***Τα βιολογικά φάρμακα είναι φάρμακα που περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες οι οποίες παράγονται ή προέρχονται από βιολογικό υλικό.
Ορισμένες πηγές
Pharmacoeconomics. 2010;28(8):649-63. doi: 10.2165/11535360-000000000-00000. Impact of European pharmaceutical price regulation on generic price competition: a review. Puig-Junoy J.
No comments:
Post a Comment