Friday, 17 January 2014

H πιθανή έκπληξη της “αναπτυξιακής λιτότητας” και ο γρίφος του δυσβάσταχτου χρέους


Ο ελληνικός γρίφος του χρέους σε αντίθεση με την ανάπτυξη της οικονομίας βρίσκεται στο επίκεντρο της τρέχουσας συζήτησης σε πολιτικό επίπεδο και είναι το βασικό ζήτημα που αναλύεται σε αυτό το άρθρο. Σκοπεύουμε να απομακρυνθούμε από την επαναλαμβανόμενη προσέγγιση που επικεντρώνεται στις συνήθεις ερωτήσεις όπως αν η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα έπρεπε να ακολουθούν τη μακροοικονομική πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται από την αρχή της Μεγάλης Ύφεσης του 2008 καθώς και αν η έξοδος από την ευρωζώνη θα είχε απαλύνει τις δυσάρεστες συνέπειες (δλδ. την καταστροφική ανεργία, και το δραματικά συρρικνωμένο κατά κεφαλήν εισόδημα).



Είναι πολύ σημαντικό να επικεντρωθούμε στο τι έχει πετύχει ως τώρα η ελληνική κυβέρνηση καθώς και στο κόστος των επιτεύξεων αυτών. Το πραγματικό ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά το δυσβάσταχτο 25% τα έτη 2009-Ιούνιο 2013, και η ανεργία έχει αυξηθεί στο 27%. Παρόλ’ αυτά, το πραγματικό ΑΕΠ έχει πλέον σταθεροποιηθεί και φαίνεται ότι θα αρχίσει να αυξάνεται πάλι το 2014, ευνοούμενο από ένα θετικό μακρο-οικονομικό κλίμα διεθνώς. To οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται από την Ευρωπαïκή Επιτροπή έχει βελτιωθεί σημαντικά από το τέλος του 2012 και είναι τώρα ανάλογο με το μέσο όρο στην ευρωζώνη. Το κλίμα στο βιομηχανικό κλάδο καθώς και στο κλάδο υπηρεσιών είναι πλέον σε ανώτερα επίπεδα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Αυτές οι αξιοσημείωτες βελτιώσεις δικαιολογούνται από κάποιες θετικές εξελίξεις. Η Ελλάδα έχει επιτύχει να μετακινηθεί από το λεγόμενο διπλό έλλειμμα σταδιακά προς στο διπλό πλεόνασμα. Κατάφερε να επιτύχει το μηδενισμό του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος (εξαιρουμένων τόκο-χρεολυσίων) και του εμπορικού ισοζυγίου κυρίως με τη μείωση των εισαγωγών αλλά και με τη μερική αύξηση των εξαγωγών. Δεύτερον, η σταδιακή εξόφληση των οφειλομένων από το κράτος στις εγχώριες επιχειρήσεις έχει βελτιώσει το κλίμα. Τρίτον, η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος έχει οδηγήσει σε μία αργή αλλά σταθερή είσοδο καταθέσεων και συνεπώς σε ελάφρυνση του προβλήματος ρευστότητας των τραπεζών (παρόλο που το τραπεζικό σύστημα έχει ακόμα μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων). Τέταρτον, μία πολύ καλή τουριστική σεζόν οδήγησε σε ένεση ρευστότητας από το εξωτερικό και σε αύξηση της ρευστότητας σε τοπικές οικονομίες. Πέμπτον, το μειωμένο ρίσκο ενός “Grexit”, έχει αντικατασταθεί από τη πιθανότητα να έχουμε “Grecovery”, δηλαδή μιας ανάνηψης της ελληνικής οικονομίας, το οποίο συντελεί στην αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας στον απόηχο των δομικών αλλαγών που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή (και που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόταν η Ελλάδα).

Το βελτιωμένο κλίμα μπορεί να φαντάζει οξύμωρο όχι μόνο για τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το δυσβάσταχτο δείκτη ανεργίας του 27% (και το ακόμα πιο τραγικό, πάνω από 50% στους νέους) αλλά προβληματίζει και πολλούς οικονομολόγους. Το βασικό ερώτημα είναι πως είναι δυνατό για μία μικρή χώρα να έχει βελτιωμένο κλίμα παρόλο όταν δεν έχει έλεγχο του νομίσματός της (το οποίο παρεμπιπτόντως ανατιμήθηκε τα τελευταία 2 χρόνια), όταν έχει χρέος που ανέρχεται στο 175% του ΑΕΠ και όταν αντιμετωπίζει αυξητικές τάσεις εσωτερικού αποπληθωρισμού; Πως είναι δυνατό η απόδοση των 10ετών κρατικών ομολόγων να έχει πέσει από το 40% τον Ιανουάριο 2012 σε μόλις 9% το Δεκέμβριο 2013; Έχει μήπως εξαπατηθεί η αγορά; Μια πιθανή εξήγηση σχετίζεται με τη θεωρία της “αναπτυξιακής λιτότητας” που σημαίνει ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες, χώρες που ακολουθούν πολιτική λιτότητας μαζί με σημαντικές δομικές αλλαγές (παρόλο το βάρος για τους πολίτες είναι πολύ σημαντικό) δύνανται να οδηγηθούν σε αύξηση της εμπιστοσύνης. Αυτή η αύξηση μπορεί να προκληθεί από τη μείωση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων καθώς και με το να αναμένουν οι επενδυτές χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές στο άμεσο μέλλον. Οι επενδυτές που θα δουν τις προσπάθειες μιας κυβέρνησης να μειώσει το έλλειμμα προϋπολογισμoύ και να επιβάλλει ένα πρόγραμμα λιτότητας μπορεί να αναμένουν χαμηλότερο κόστος για τον κρατικό δανεισμό το οποίο θα επηρεάσει και τα μελλοντικά επιτόκια του δανεισμού αυτού. Επειδή τα τρέχοντα μακροπρόθεσμα επιτόκια υποδηλώνουν τις εκτιμήσεις των επενδυτών για τα μελλοντικά επιτόκια, η εκτίμηση χαμηλότερου κρατικού δανεισμού δύναται να οδηγήσει σε χαμηλότερα επιτόκια στην παρούσα στιγμή. Επίσης, η εκτίμηση για μελλοντικό ηπιότερο φορολογικό περιβάλλον (υποθέτοντας ότι οι υπάρχοντες συντελεστές είναι αυξημένοι για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι) δύναται να προσελκύσει επενδυτές οι οποίοι θα εκμεταλλευτούν την εσωτερική υποτίμηση που έχει γίνει στην Ελλάδα.

Παραμένει όμως το ζήτημα του τεράστιου εθνικού χρέους (ίσο με 175% του ΑΕΠ) το οποίο προβληματίζει τους Έλληνες πολιτικούς και όχι μόνο, γιατί θέτει σημαντικές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητά του. Παρόλο που είναι δύσκολο να γίνει σύγκριση οικονομιών, στην οικονομική ιστορία έχουν υπάρξει αρκετές οικονομίες με τόσο μεγάλα χρέη. Για παράδειγμα, το 1816, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπιζε χρέος ίσο με 240% του ΑΕΠ και κατάφερε να το μειώσει στο 90% μέχρι το 1860, με ετήσια ανάπτυξη ίση με 2% (λόγω της βιομηχανικής επανάστασης). Το τεράστιο αυτό χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν αποτέλεσμα μίας μη παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή του πολυετούς πολέμου με τη Γαλλία (που διήρκησε σχεδόν 125 χρόνια). Θα τολμούσε ένας οικονομολόγος τότε να προβλέψει ότι μια χώρα με περιορισμένη δυνατότητα συλλογής φόρων (σε εκείνο το χρονικό σημείο) και το τεράστιο αυτό χρέος θα μπορούσε να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα;
Η Ελλάδα έχει πετύχει ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα (με όντως δυσβάσταχτο κόστος όπως είδαμε υπό τη μορφή της ανεργίας και της μείωσης του πραγματικού ΑΕΠ). Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει ένα κενό χρηματοδότησης ίσο με 11-15 δις. ευρώ μέχρι το 2016. Παρόλ’ αυτά, για τα τελευταία 2 χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν σε ένα εντελώς διαφορετικό μακροοικονομικό περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από χαμηλό πληθωρισμό, ανατίμηση του ευρώ, και αυξημένα επιτόκια από την ΕΚΤ μέχρι τα μέσα του 2011. Αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει τώρα πλήρως αλλάξει. Ο πληθωρισμός επιτέλους αρχίζει να αυξάνεται στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η ΕΚΤ έχει θέσει τα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα (οπότε το ευρώ αναμένεται να υποτιμηθεί) και οι παγκόσμιες αγορές μετοχών και ομολόγων έχουν δείξει σημαντική άνοδο από τα χαμηλά του 2008.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η ελληνική κυβέρνηση δε θα πρέπει να επικεντρωθεί στο γρίφο του χρέους έναντι της ανάπτυξης. Οι επενδυτές θα αυξήσουν την εισροή κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία καθώς βεβαιώνεται η πολιτική σταθερότητα, ολοκληρώνονται οι δομικές αλλαγές και το φορολογικό σύστημα παραμένει σταθερό (με την μακροπρόθεσμη εκτίμηση ότι θα γίνει πολύ πιο φιλικό προς τους επενδυτές, μετά τη σταθεροποίηση της οικονομίας). Το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού χρέους (75% περίπου) ανήκει αυτή τη στιγμή στη διεθνή κοινότητα (όπως το ΔΝΤ και στην Ευρώπη)  και συνεπώς είναι οι δανειστές αυτοί που θα πρέπει να δουν με ρεαλισμό τη πραγματικότητα. Η ελληνική κυβέρνηση ίσως δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται τόσο πολύ σε ένα ζήτημα που οι δανειστές θα πρέπει ούτως ή άλλως να λύσουν.
Rodrigo Olivares-Caminal, Professor in Banking and Finance Law, Queen Mary University of London (UK) and Visiting Professor ALBA Business School (Greece)
Ιωάννης Κόκκορης, Καθηγητής, Reading University UK, Executive Director, Centre for Commercial Law and Financial Regulation (www.cclfr.com) 
Κυριάκος E. Παπαδάκης, Senior Partner Decidendi Consultants, Visiting Fellow at the Centre of Commercial Law and Financial Regulation
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή.


No comments: