Ο ελληνικός γρίφος του χρέους σε αντίθεση με την ανάπτυξη της οικονομίας βρίσκεται στο επίκεντρο της τρέχουσας συζήτησης σε πολιτικό επίπεδο και είναι το βασικό ζήτημα που αναλύεται σε αυτό το άρθρο. Σκοπεύουμε να απομακρυνθούμε από την επαναλαμβανόμενη προσέγγιση που επικεντρώνεται στις συνήθεις ερωτήσεις όπως αν η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα έπρεπε να ακολουθούν τη μακροοικονομική πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται από την αρχή της Μεγάλης Ύφεσης του 2008 καθώς και αν η έξοδος από την ευρωζώνη θα είχε απαλύνει τις δυσάρεστες συνέπειες (δλδ. την καταστροφική ανεργία, και το δραματικά συρρικνωμένο κατά κεφαλήν εισόδημα).
Παραμένει όμως το ζήτημα του τεράστιου εθνικού χρέους (ίσο με 175% του ΑΕΠ) το οποίο προβληματίζει τους Έλληνες πολιτικούς και όχι μόνο, γιατί θέτει σημαντικές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητά του. Παρόλο που είναι δύσκολο να γίνει σύγκριση οικονομιών, στην οικονομική ιστορία έχουν υπάρξει αρκετές οικονομίες με τόσο μεγάλα χρέη. Για παράδειγμα, το 1816, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπιζε χρέος ίσο με 240% του ΑΕΠ και κατάφερε να το μειώσει στο 90% μέχρι το 1860, με ετήσια ανάπτυξη ίση με 2% (λόγω της βιομηχανικής επανάστασης). Το τεράστιο αυτό χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν αποτέλεσμα μίας μη παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή του πολυετούς πολέμου με τη Γαλλία (που διήρκησε σχεδόν 125 χρόνια). Θα τολμούσε ένας οικονομολόγος τότε να προβλέψει ότι μια χώρα με περιορισμένη δυνατότητα συλλογής φόρων (σε εκείνο το χρονικό σημείο) και το τεράστιο αυτό χρέος θα μπορούσε να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα;
Η Ελλάδα έχει πετύχει ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα (με όντως δυσβάσταχτο κόστος όπως είδαμε υπό τη μορφή της ανεργίας και της μείωσης του πραγματικού ΑΕΠ). Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει ένα κενό χρηματοδότησης ίσο με 11-15 δις. ευρώ μέχρι το 2016. Παρόλ’ αυτά, για τα τελευταία 2 χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν σε ένα εντελώς διαφορετικό μακροοικονομικό περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από χαμηλό πληθωρισμό, ανατίμηση του ευρώ, και αυξημένα επιτόκια από την ΕΚΤ μέχρι τα μέσα του 2011. Αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει τώρα πλήρως αλλάξει. Ο πληθωρισμός επιτέλους αρχίζει να αυξάνεται στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η ΕΚΤ έχει θέσει τα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα (οπότε το ευρώ αναμένεται να υποτιμηθεί) και οι παγκόσμιες αγορές μετοχών και ομολόγων έχουν δείξει σημαντική άνοδο από τα χαμηλά του 2008.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η ελληνική κυβέρνηση δε θα πρέπει να επικεντρωθεί στο γρίφο του χρέους έναντι της ανάπτυξης. Οι επενδυτές θα αυξήσουν την εισροή κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία καθώς βεβαιώνεται η πολιτική σταθερότητα, ολοκληρώνονται οι δομικές αλλαγές και το φορολογικό σύστημα παραμένει σταθερό (με την μακροπρόθεσμη εκτίμηση ότι θα γίνει πολύ πιο φιλικό προς τους επενδυτές, μετά τη σταθεροποίηση της οικονομίας). Το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού χρέους (75% περίπου) ανήκει αυτή τη στιγμή στη διεθνή κοινότητα (όπως το ΔΝΤ και στην Ευρώπη) και συνεπώς είναι οι δανειστές αυτοί που θα πρέπει να δουν με ρεαλισμό τη πραγματικότητα. Η ελληνική κυβέρνηση ίσως δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται τόσο πολύ σε ένα ζήτημα που οι δανειστές θα πρέπει ούτως ή άλλως να λύσουν.
Rodrigo Olivares-Caminal, Professor in Banking and Finance Law, Queen Mary University of London (UK) and Visiting Professor ALBA Business School (Greece)
Ιωάννης Κόκκορης, Καθηγητής, Reading University UK, Executive Director, Centre for Commercial Law and Financial Regulation (www.cclfr.com)
Κυριάκος E. Παπαδάκης, Senior Partner Decidendi Consultants, Visiting Fellow at the Centre of Commercial Law and Financial Regulation
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή.
No comments:
Post a Comment