Monday, 10 April 2017

Οι Τούρκοι «ικέτες» και το άγος της Ελλάδας

Το αποτυχημένο τουρκικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016 οδήγησε οχτώ αξιωματικούς του τουρκικού στρατού στην Ελλάδα, από την οποία αιτούνται άσυλο. Αρκετές εκατονταετίες νωρίτερα, το 632 πΧ, ένα άλλο αποτυχημένο πραξικόπημα, αυτό του Αθηναίου ολυμπιονίκη Κύλωνα, οδήγησε τους υποστηρικτές του ικέτες στο βωμό της Αθηνάς, στην Ακρόπολη. Κατά παράβαση του ιερού, άγραφου νόμου της ασυλίας των ικετών, οι υποστηρικτές του Κύλωνα σφαγιάστηκαν από τις δυνάμεις του Μεγακλή, του επώνυμου άρχοντα της πόλης των Αθηνών και προστάτη της από το πραξικόπημα του Κύλωνα. Αν και το έγκλημα αυτό τιμωρήθηκε αυστηρά από την αθηναϊκή δικαιοσύνη, η τιμωρία δεν απάλλαξε τους καταδικασθέντες από το άγος του εγκλήματός τους, δηλαδή το μίασμα, την κατάρα και τη θεϊκή οργή. Το δε Κυλώνειο άγος θεωρήθηκε ως η αιτία της θείας δίκης, με τη μορφή μεταδοτικής ασθένειας, που ενέσκηψε την εποχή εκείνη στην Αθήνα.

Πλέον γνωρίζουμε ότι οι δοξασίες περί θείας δίκης δεν στέκουν. Οι κανόνες κατασκευάζονται από την κοινωνία και αντανακλούν τις αξίες της. Δεν έχουν θεϊκή προέλευση και έρεισμα. Μόνο το ηθικό πρόσημο και βάρος που τους δίνουμε εμείς. Το άγος δεν συνδυάζεται πια με τη θεϊκή κατάρα. Εξακολουθεί, όμως, να σημαίνει την ανόσια και βέβηλη πράξη. Εκτός κι αν γραφτεί με δασεία, οπότε και σημαίνει πράξη ευσεβή, άξια τιμής και σεβασμού. Ένα πνεύμα, μία δασεία ή μια ψιλή, θα διαχωρίσει το αξιότιμο και «άγιο» της απόφασης της ελληνικής δικαιοσύνης για την έκδοση ή μη των Τούρκων στρατιωτικών στη γενέτειρά τους από το ανίερο, το επονείδιστο και το εναγές. Για να αποφευχθεί η δεύτερη μορφή του άγους, απαιτείται να προστατευθεί η ζωή και η ακεραιότητα των «ικετών» συνανθρώπων μας. Απαιτείται ο Άρειος Πάγος, ο οποίος αποφασίζει σε λίγες ημέρες για τη  έκδοσή τους στην Τουρκία, να κλείσει τα μάτια και τα αυτιά στην πολιτική διάσταση της υπόθεσης, να αποτρέψει την έκθεση σε κίνδυνο των Τούρκων στρατιωτικών και να μην επιτρέψει στην εκτελεστική εξουσία να επιδιώξει, σε βάρος ανθρώπινων ζωών, πολιτικά οφέλη που ενδεχομένως να προκύψουν από την ικανοποίηση του τουρκικού αιτήματος έκδοσης. Εξάλλου, αν δεν επιτελέσει ορθά το ρόλο της η ελληνική δικαιοσύνη, θα οδηγήσει σε καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στο οποίο θεωρώ δεδομένο ότι θα προσφύγουν οι Τούρκοι στρατιωτικοί, αρχικά αιτούμενοι προσωρινή δικαστική προστασία, μέχρι να κρίνει το Δικαστήριο αυτό την ουσία της υπόθεσής τους και να αποφανθεί αν η έκδοσή τους στην Τουρκία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία δεσμεύει την Ελλάδα και τα δικαστήρια της (αν και ο Άρειος Πάγος κατ’ επανάληψη έχει δείξει να αγνοεί το σύστημα της ΕΣΔΑ –τόσο με την έννοια της άγνοιας, της έλλειψης δηλαδή γνώσης/κατάρτισης, όσο και με την έννοια της εσκεμμένης αγνόησης της διεθνούς νομιμότητας και κράτους δικαίου).

Στις γραμμές που ακολουθούν επιχειρώ να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους η διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως έχει διαπλαστεί στην Ευρώπη, απαγορεύει την έκδοση των Τούρκων στρατιωτικών. Δεύτερον, προτείνω μία δοκιμασμένη και σύμφωνη με τα ανθρώπινα δικαιώματα λύση, η οποία θα επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να εκδώσει τους Τούρκους στρατιωτικούς, προωθώντας τα συμφέροντά της με σεβασμό στην ανθρώπινη αξία. Η έκδοση των Τούρκων στρατιωτικών μπορεί να είναι πολιτικά επιθυμητή για μία σειρά από (λίγο έως πολύ θεμιτούς και σημαντικούς) λόγους. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιδιώκει σωρεία στόχων γενικού/εθνικού συμφέροντος, από το να αποφύγει μία ακόμα προστριβή με μία γείτονα με την οποία υπάρχουν άλλες διαφορές, μέχρι να επιδιώξει (χρησιμοποιώντας την έκδοση των στρατιωτικών εργαλειακά) οφέλη και ανταλλάγματα. Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι οι ημερομηνίες εκδίκασης της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο συσχετίζονται με τις ημερομηνίες της τρέχουσας διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό.

Από τη μία, λοιπόν, έχουμε μία σειρά από ηθικές αξίες μεταφρασμένες σε νομικά δικαιώματα του ανθρώπου, κι από την άλλη τον πολιτικό υπολογισμό  που αξιώνει να συρρικνωθούν οι αξίες αυτές στο βαθμό που το απαιτεί η πολιτική στόχευση και το κοινό συμφέρον. Υπό προϋποθέσεις, αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Τα περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα επιτρέπεται να περιοριστούν προκειμένου να επιδιωχθούν πολιτικές στοχεύσεις που εξυπηρετούν, προασπίζουν και προωθούν το δημόσιο συμφέρον. Με άλλα, λόγια, η σχέση μεταξύ δικαιωμάτων και πολιτικών στοχεύσεων είναι διαλεκτική. Για παράδειγμα, η ιδιοκτησία κατοχυρώνεται ως δικαίωμα, μπορεί όμως να περιοριστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως όταν απαλλοτριώνεται ένα ακίνητο για να φτιαχτεί ένας δημόσιος δρόμος ή ένα σχολείο. Η κατοικία προστατεύεται ως άσυλο, το οποίο όμως δικαιολογημένα υποχωρεί αν οι αρχές υποπτεύονται ότι μία κατοικία χρησιμοποιείται για παράνομες ενέργειες, όπως είναι η κατασκευή όπλων. Αν και δεν ενδιαφέρει άμεσα το παρόν κείμενο, το κριτήριο για τον περιορισμό των δικαιωμάτων για λόγους γενικού συμφέροντος είναι η αναλογικότητα μεταξύ περιορισμού και του λόγου που τον καθιστά αναγκαίο. Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων είναι ανεκτοί μόνο στο μέτρο και στο βαθμό που είναι αναγκαίοι για την επίτευξη ενός θεμιτού στόχου προστασίας του γενικού συμφέροντος ή των δικαιωμάτων τρίτων. Η έκδοση των Τούρκων στρατιωτικών πιθανότατα να εξυπηρετεί τέτοιους, θεμιτούς, στόχους.

Με αυτά τα δεδομένα, για ποιο λόγο να μην κάνει μία τέτοια στάθμιση μεταξύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τούρκων αξιωματούχων και του συμφέροντος της ελληνικής κοινωνίας η ελληνική δικαιοσύνη; Η απάντηση είναι ότι δεν έχουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα το ίδιο βάρος και την ίδια αξία. Υπάρχει μία (μικρή) κατηγορία δικαιωμάτων που είναι απόλυτα. Ως τέτοια δεν επιδέχονται περιορισμούς, εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις. Υπερτερούν, δηλαδή, κάθε άλλου δικαιώματος και πολιτικής επιδίωξης προστασίας του κοινού συμφέροντος. Η κατηγοριοποίηση ενός δικαιώματος ως απόλυτου προϋποθέτει, προφανώς, μια αξιολογική κρίση, με την οποία κάποιοι μπορεί να συμφωνούν ή να διαφωνούν. Η τελική κρίση, ωστόσο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανήκει στο προαναφερθέν Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Δικαστήριο αυτό έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης είναι απόλυτη και δεν δικαιολογείται ποτέ και για κανένα λόγο. Ούτε καν όταν το διακύβευμα είναι η ίδια η ανθρώπινη ζωή. Σε ό,τι αφορά στην προστασία της ζωής, παρόλο που το δικαίωμα αυτό μπορεί νομίμως να περιοριστεί (σε περίπτωση, για παράδειγμα, αυτοάμυνας), το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ απαγορεύει παρεκκλίσεις από αυτό σε περίπτωση πολέμου ή δημόσιας ανάγκης, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό τη βαρύτητά του.

Η πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ σε θέματα έκδοσης (όπως στην περίπτωση των Τούρκων στρατιωτικών), απέλασης, επαναπροώθησης ή με κάθε άλλο τρόπο απομάκρυνσης ανθρώπου από το έδαφος κράτους είναι ξεκάθαρα περιορισμένη στα πλέον σημαντικά προστατευόμενα δικαιώματα της ζωής και της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Το Δικαστήριο (υπόρρητα) αναγνωρίζει ότι συχνά υπάρχουν θεμιτοί και βαρύνοντες (πολιτικοί) λόγοι που συνηγορούν στην έκδοση, απέλαση, κλπ. Στην υπόθεση Abu Qatada, η Αγγλία επεδίωκε να απαλλαγεί από έναν αλλοδαπό, ύποπτο για τρομοκρατία στο έδαφός της, τον οποίο εκλάμβανε ως απειλή για την ασφάλεια των πολιτών της. Είναι απολύτως θεμιτό, αλλά και επιβαλλόμενο για λόγους προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένα κράτος να επιθυμεί να απομακρύνει από το έδαφός του ένα τέτοιο άτομο. Επίσης, συχνά σε τέτοιου είδους υποθέσεις (όπως ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση των Τούρκων στρατιωτικών) απουσιάζει ο νομικός δεσμός της ιθαγένειας. Είναι πιθανό τα κράτη (και οι κοινωνίες τους) να μην επιθυμούν να επωμιστούν το (όποιο) βάρος και κόστος της προστασίας πολιτών τρίτων κρατών. Γι’ αυτούς του λόγους, η νομολογία του ΕΔΔΑ απαγορεύει στα κράτη να εκδώσουν, απελάσουν κλπ ανθρώπους πολύ περιορισμένα, μόνο δηλαδή όταν κινδυνεύει η ζωή τους ή πιθανολογείται κίνδυνος να υποστούν κακομεταχείριση.

Η άποψη (που απ’ όσα διαβάζω στον τύπο διατυπώθηκε και από την ελληνική δικαιοσύνη πριν η υπόθεση καταλήξει στον Άρειο Πάγο) ότι απαγορεύεται η έκδοση των Τούρκων στρατιωτικών επειδή δεν θα έχουν δίκαιη δίκη στην Τουρκία δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του ΕΔΔΑ. H μόνη περίπτωση που το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη απετέλεσε λόγο απαγόρευσης έκδοσης, απέλασης κλπ ήταν στην προαναφερθείσα υπόθεση κατά του Ηνωμένου Βασιλείου (Abu Qatada), όπου το δικαίωμα αυτό συνδυάστηκε με την απαγόρευση βασανιστηρίων, επειδή, στη συγκεκριμένη υπόθεση πιθανολογείτο ότι το αποδεικτικό υλικό στη δίκη του προς απέλαση ατόμου στη χώρα υποδοχής του θα ήταν προϊόν βασανιστηρίων. Επομένως, νομικά μιλώντας, από την πλευρά της ΕΣΔΑ, η ελληνική δικαιοσύνη υποχρεούται να αποφύγει να λάβει υπόψη της τους (όποιους) λόγους δημοσίου συμφέροντος συνηγορούν υπέρ της έκδοσης των Τούρκων στρατιωτικών μόνο σε ό,τι αφορά στα δικαιώματα στη ζωή και στην απαγόρευση κακομεταχείρισης. Όχι σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη –αν και τίποτα δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να προσφέρουν υψηλότερη προστασία, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία διεθνούς πρακτικής που συνηγορεί υπέρ της διεύρυνσης των standards ανθρωπίνων δικαιωμάτων  (και που  συνυπολογίζεται στο διεθνές δίκαιο με διάφορους τρόπους, όπως στην περίπτωση του εθιμικού δικαίου ή στην ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων και, ιδιαίτερα στο σύστημα της ΕΣΔΑ, στη μέθοδο ερμηνείας της που αποκαλείται «Ευρωπαϊκή συναίνεση»).

Επιστρέφοντας στα κριτήρια που καλείται να λάβει υπόψη της η ελληνική δικαιοσύνη στην υπόθεση των Τούρκων στρατιωτικών,  μία άλλη λεπτή νομική απόχρωση αφορά στη νομική φύση της υποχρέωσης των κρατών. Χωρίς να θέλω να μπω σε βαθύτερα τεχνικά ζητήματα που δεν αφορούν το κοινό στο οποίο απευθύνεται το παρόν κείμενο και τα οποία η φύση του κειμένου δεν δικαιολογεί, η άποψή μου, όπως την έχω διατυπώσει και σε ακαδημαϊκές μελέτες μου (1, 2), είναι ότι πρόκειται περί υποχρέωσης θετικής και άρα μέσου και όχι αποτελέσματος (κατά τη σχετική ορολογία). Σε απλά ελληνικά, η θέση μου αυτή σημαίνει, δικαιολογείται από και συνεπάγεται τα εξής. Αν και η νομική υποχρέωση των κρατών είναι διατυπωμένη αρνητικά, ως απαγόρευση έκδοσης (ευρύτερα ως non-refoulement), ο δικαιολογητικός λόγος της απαγόρευσης και ο σκοπός που αυτή επιδιώκει είναι η αποτροπή παραβίασης που πιθανολογείται ότι θα επέλθει αν πραγματοποιηθεί η έκδοση. Το ελληνικό κράτος δεν θα παραβιάσει την υποχρέωση του να μην σκοτώσει το ίδιο ή να μην βασανίσει τους Τούρκους στρατιωτικούς, αλλά τη (θετική) υποχρέωσή του (στο μέτρο που γνωρίζει ότι επαπειλείται παραβίαση και στο μέτρο που δύναται να την αποτρέψει) να τους προστατεύσει από πιθανολογούμενη παραβίαση που θα προκληθεί από τις τουρκικές αρχές. Η απαγόρευση έκδοσης είναι ένα μέσο για την πρόληψη παραβίασης των θεμελιωδέστερων των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ζωή και κακομεταχείριση) όταν υπάρχει κίνδυνος παραβίασής τους. Τα στοιχεία της γνώσης (που αξιώνει από τη δικαιοσύνη risk assessment) και της δυνατότητας πρόληψης/προστασίας είναι παρόντα στην περίπτωση των Τούρκων στρατιωτικών. Το ελληνικό κράτος μπορεί να τους προστατεύσει απορρίπτοντας το τουρκικό αίτημα έκδοσης και υποχρεούται να το πράξει επειδή πιθανολογείται βασίμως κίνδυνος κακομεταχείρισης και θανάτωσης. Αν το πρώτο «μούδιασμα» μετά το πραξικόπημα επέτρεπε αμφιβολίες, πλέον γνωρίζουμε ότι η αντίδραση του καθεστώτος Ερντογάν (ανεξαρτήτως του αν θα επαναφέρει τη θανατική ποινή ή όχι) και η μεταχείριση των κατηγορούμενων για συμμετοχή ή υποστήριξη του αποτυχημένου πραξικοπήματος καθιστούν επιτακτική την ανάγκη προστασίας των Τούρκων στρατιωτικών που κατέφυγαν στη χώρα μας ως «ικέτες» και ζητούν από την κοινωνία μας να τους προστατεύσει εφαρμόζοντας (με κόστος) το ευρωπαϊκό πλαίσιο αρχών και αξιών. Οι αρχές και αξίες αυτές τυγχάνουν εφαρμογής είτε οι οχτώ στρατιωτικοί που κατηγορούνται για εγκλήματα κατά της δημοκρατίας είναι αθώοι (και τεκμαίρεται ότι είναι αθώοι μέχρι αρμόδιο και αμερόληπτο δικαστήριο να τους καταδικάσει) είτε κριθούν (στο μέλλον) ένοχοι.  Αυτό διότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δικαιώματα όλων των ανθρώπων, των «καλών» και των «κακών» -κάθε είδους «κακών», ακόμα και αυτών που έχουν διαπράξει τα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων και έχουν βλάψει την κοινωνία με το χειρότερο δυνατό τρόπο.

Επομένως, συνοψίζοντας τα μέχρι αυτό το σημείο κύρια σημεία, τα ελληνικά δικαστήρια, επειδή (οφείλουν να) γνωρίζουν την κατάσταση στην Τουρκία αυτή τη στιγμή, υποχρεούνται από την ΕΣΔΑ να προστατεύσουν τη ζωή και να αποτρέψουν την  κακομεταχείριση των Τούρκων στρατιωτικών που αιτούνται άσυλο από τη χώρα μας. Για την κρίση τους οφείλουν να λάβουν υπόψη τους τον κίνδυνο παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή και της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης στον οποίο θα θέσει τα άτομα αυτά η Ελλάδα και την θετική υποχρέωση αποτροπής των παραβιάσεων αυτών βάσει της ΕΣΔΑ. Αφετέρου, η ελληνική δικαιοσύνη υποχρεούται να αγνοήσει τυχόν λόγους δημοσίου/εθνικού συμφέροντος που συνηγορούν υπέρ της εκδόσεως (να μην εφαρμόσει, δηλαδή, την αρχή της αναλογικότητας). Αν δεν πράξει έτσι, θα οδηγήσει τη χώρα στο άγος της καταδίκης της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το στίγμα που αυτή συνεπάγεται.

Τέλος, περνώντας στο δεύτερο προαναφερθέν επιχείρημα του κειμένου, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι στην υπόθεση των οχτώ Τούρκων αξιωματικών υπάρχει χώρος τόσο για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και για προάσπιση των συμφερόντων της Ελλάδας. Αν το επιδιώξει, η ελληνική κυβέρνηση έχει περιθώριο να προωθήσει το δημόσιο/εθνικό συμφέρον εκδίδοντας τους αιτούντες άσυλο, χωρίς, ωστόσο, να παραβιάζει την υποχρέωση προστασίας των (πλέον) θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση πρόληψης/προστασίας αφορά περιοριστικά στη ζωή και την κακομεταχείριση και όχι σε άλλα/όλα τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η υποχρέωση είναι θετική, άρα μέσου (υπό την αρχή της δέουσας επιμέλειας του διεθνούς δικαίου) και όχι αποτελέσματος. Αυτό συνεπάγεται ότι η Ελλάδα έχει διακριτική ευχέρεια ως προς το πώς θα προστατεύσει τα επαπειλούμενα δικαιώματα, ενώ, αν επιδείξει την επιμέλεια που απαιτούν οι περιστάσεις, δεν θα ευθύνεται για τυχόν παραβιάσεις που δεν εξαρτώνται από αυτήν και τις οποίες δεν μπορούσε να προβλέψει. Για να γίνω πιο σαφής, υπάρχει στη νομολογία του ΕΔΔΑ το παράδειγμα της προαναφερθείσας απόφασης Abu Qatada, όπου το Ηνωμένο Βασίλειο κατόρθωσε να απελάσει άτομο σε τρίτο κράτος (όπου αρχικά απειλούνταν παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου) με τρόπο σύννομο με την ΕΣΔΑ. Στον κ. Abu Qatada είχε αρχικά χορηγηθεί άσυλο από το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο όμως στη συνέχεια τον φυλάκισε ως ύποπτο για τρομοκρατία. Το άτομο αυτό είχε καταδικαστεί για τρομοκρατία στη χώρα εθνικότητάς του, την Ιορδανία. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επιθυμούσε διακαώς (για απολύτως θεμιτούς και ιδιαίτερα σημαντικούς λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας) να τον απελάσει στην Ιορδανία. Γνωρίζοντας τη νομολογία του ΕΔΔΑ, συνομολόγησε συμφωνία με την Ιορδανία για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε περίπτωση επιστροφής ατόμου από το ένα κράτος στο άλλο. Η συμφωνία προέβλεπε και τρόπους ελέγχου της εφαρμογής της. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ, παρόλο που βρήκε ικανοποιητική τη συμφωνία αυτή ως προς το σκέλος της προστασίας των δικαιωμάτων του κ. Abu Qatada , απαγόρευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο την έκδοσή του (θέτοντας σε αυτή το βάρος της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας από έναν τρομοκράτη) διότι πιθανολόγησε ότι στην Ιορδανία θα συλλεγόταν αποδεικτικό υλικό για τη δίκη του κ. Abu Qatada μέσω βασανιστηρίων. Λόγω της απόλυτης απαγόρευσης των βασανιστηρίων η αποτροπή τους σε ένα τρίτο κράτος δημιουργεί την υποχρέωση για το Ηνωμένο Βασίλειο να κρατήσει στο έδαφός της ένα καταδικασμένο τρομοκράτη και να επωμιστεί το βάρος της προστασίας από αυτόν όσων ζουν στο έδαφός της. Προκειμένου να απελάσει τον κ. Abu Qatada και να προασπίσει με αυτόν τον τρόπο το δημόσιο συμφέρον, το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλε πρώτα να διασφαλίσει (στο μέτρο του εφικτού) ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του, κίνδυνος κακομεταχείρισής του, αλλά και κίνδυνος για κακομεταχείριση ανθρώπων συνδεδεμένων με την υπόθεσή του στην Ιορδανία. Τον στόχο αυτό τον πέτυχε το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματευόμενο νέα διμερή συμφωνία συνεργασίας σε θέματα δικαιοσύνης με την Ιορδανία, η οποία περιείχε δεσμεύσεις για σεβασμό των προαναφερθέντων δικαιωμάτων. Η σύμβαση αυτή έγινε δεκτή από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (που ελέγχει τη συμμόρφωση των κρατών με τις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ), ανοίγοντας το δρόμο για την απέλαση του κ. Abu Qatada.

Συνεπώς, αν η Τουρκία επιθυμεί ειλικρινώς να δικάσει τους κατηγορούμενους για συμμετοχή στο πραξικόπημα στρατιωτικούς της που κατέφυγαν στην Ελλάδα οφείλει να δεσμευτεί (και να δώσει εγγυήσεις) ότι θα γίνουν σεβαστά το δικαίωμα στη ζωή και η απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Η δημοσιότητα που έχει πάρει η υπόθεση ασκεί μεγαλύτερη πίεση (και άτυπο έλεγχο) στην Τουρκία ώστε να συμπεριφερθεί ανθρώπινα στους κατηγορούμενους. Ωστόσο, για όσο καιρό η Τουρκική Δημοκρατία δεν εξασφαλίζει τα δικαιώματα αυτά, απαγορεύεται στην Ελλάδα να εκδώσει τους στρατιωτικούς που βρίσκονται στο έδαφός της. Ο μόνος τρόπος για την Ελλάδα να προωθήσει μέσω έκδοσης τα όποια συμφέροντά της είναι να κινητοποιηθεί η ελληνική κυβέρνηση και εξωτερική πολιτική ώστε να εξασφαλισθεί (στο μέτρο που είναι δυνατό) ότι τα προαναφερθέντα δικαιώματα θα γίνουν σεβαστά από την Τουρκία κατόπιν της έκδοσης. Διαφορετικά, η Ελλάδα θα φέρει το άγος της παρέκκλισης από το κοινό μας, ευρωπαϊκό πλαίσιο αξιών. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και το κράτος δικαίου έχουν κόστος. Πληρώνοντάς το, αποδεικνύουμε ότι δεν είναι λέξεις κενές περιεχομένου, αλλά πραγματικές αξίες. Και οι αξίες κοστίζουν –τόσο, όσο και η απόσταση που χωρίζει το άγος με ψιλή από το άγος με δασεία. Ας επιλέξουμε, λοιπόν, το άγος που μας πρέπει.


Βασίλης Π. Τζεβελέκος, αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, μέλος του Ελληνικού Φόρουμ Δημόσιας Πολιτικής

Δημοσιεύτηκε στις 04-01-2017 στην ηλεκτρονικήν έκδοση του Books' Journal                                                                                                                                                


No comments: