Αναλογιστείτε το
δίλημμα ενός φιλοευρωπαίου Εργατικού βουλευτή (εκλεγμένου μάλιστα σε περιφέρεια
που ψήφισε υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο
δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016) που πρόσφατα κλήθηκε να ψηφίσει υπέρ ή κατά ενός
εντολοδοτικού νομοσχεδίου για την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ της
Συντηρητικής κυβέρνησης της κ. Μέι και των ευρωπαϊκών οργάνων για την απόσχιση
του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (το λεγόμενο «Μπρέξιτ»). Ή
αντίστοιχα μπείτε στη θέση βουλευτών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που έχουν
επανειλημμένα ψηφίσει υπέρ νομοσχεδίων στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου σε
πλήρη αντιδιαστολή με τη δημοκρατική εντολή που έλαβαν τον Ιανουάριο του 2015
για τον τερματισμό της λιτότητας αλλά πιθανόν και με τις ίδιες τους τις
πολιτικές πεποιθήσεις.
Τα παραπάνω
παραδείγματα καταδεικνύουν ένα οξύμωρο που ταλανίζει τις σύγχρονες εθνικές
δημοκρατίες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Σε τι βαθμό θα πρέπει ο κάθε βουλευτής
να ψηφίζει κατά συνείδηση, σύμφωνα με την κομματική γραμμή ή τέλος στη βάση της
άμεσα δεδηλωμένης λαϊκής βούλησης; Ποια οφείλει να είναι η φύση της κοινοβουλευτικής
αντιπροσώπευσης στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης τάξης πραγμάτων όπου έχει
σμικρύνει δραματικά το διάστημα μεταξύ δράσης και αντίδρασης στον πολιτικό
χωροχρόνο;
Είναι γεγονός ότι
η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση (2007-9) και η Κρίση Χρέους της Ευρωζώνης
(2009- ) είχαν σαν αποτέλεσμα την αυξανόμενη ασυμβατότητα μεταξύ των πολιτικών
της λεγόμενης «αντιπροσωπευτικής»
διακυβέρνησης (εκπορευόμενης από το λαό) και αυτών της λεγόμενης «υπεύθυνης» διακυβέρνησης (ασκούμενης για
το λαό). Η μεν αντλεί νομιμοποίηση εκ των διαδικασιών, η δε εκ των
αποτελεσμάτων. Ιδιαίτερα κατά την πρόσφατη εποχή της κρίσης και της οικονομικής
αστάθειας, οι εργώδεις και σισύφειες προσπάθειες των Ευρωπαίων πολιτικών να
χαλιναγωγήσουν τους κινδύνους και τη μεταβλητότητα του παγκόσμιου
καπιταλιστικού συστήματος έδωσαν προτεραιότητα στην άσκηση «υπεύθυνης»
διακυβέρνησης – και άρα σε βάρος της λεγόμενης «αντιπροσωπευτικής» – μέσω της
ενίσχυσης διακυβερνητικών οργανισμών (δες Eurogroup), εκτελεστικών οργάνων και τεχνοκρατικών
ανεξάρτητων αρχών.
Πλέον, στην εποχή
της λιτότητας, της οικονομικής στασιμότητας και του αποπληθωρισμού, αυτό που
κρίνεται πρέπον από τις φιλελεύθερες, μετριοπαθείς κι επιστημονικές ελίτ απέχει
παρασάγγας από αυτό που είναι δημοφιλές και αρεστό στον κόσμο. Επομένως λοιπόν,
η διόγκωση του χάσματος μεταξύ «υπευθυνότητας» και «αντιπροσωπευτικότητας» ήταν
ο παράγοντας που πυροδότησε την έκρηξη μιας σειράς αντιδραστικών κι
αντικαθεστωτικών κινημάτων σε διάφορες χώρες κι έδωσε ορμή στα υποβόσκοντα
ρεύματα του λαϊκισμού. Στα πλαίσια αυτής της νέας πολιτικής πραγματικότητας,
ο/η εκάστοτε βουλευτής, ωσάν «υπηρέτης πολλών αφεντάδων», διαρκώς
αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε αντικρουόμενες εντολές, αν θα πρέπει δηλαδή να
ψηφίζει κατά το δοκούν – εκπροσωπώντας έτσι αυτά που θεωρεί ο ίδιος/η ίδια ότι
είναι τα συμφέροντα και οι ανάγκες των ψηφοφόρων του/της – , αν θα πρέπει να
ακολουθεί την κομματική γραμμή – αποτίοντας έτσι φόρο πίστης και υπακουής στον
κομματικό οργανισμό που τον/την βοήθησε να εκλεγεί – , ή τέλος αν θα πρέπει
απλά να νομοθετεί βάσει του τι είναι πιο δημοφιλές ή επιθυμητό από τους
εκλογείς του – δίνοντας έτσι φωνή στη λαϊκη ετυμηγορία όπως και αυτή αν έχει
εκφραστεί στο δημόσιο λόγο.
Με την άνοδο του
λαϊκισμού, τέτοια διλήμματα έχουν γίνει ακόμα πιο έντονα και δεσμευτικά καθώς
συχνά πλέον άλλο υπαγορεύει ο ρεαλισμός κι η λογική, άλλο η κομματική
στρατηγική και άλλο οι ευμετάβλητες δημοσκοπικές τάσεις. Η ευρέως διαδεδομένη
δήλωση του Ευρωσκεπτικιστή Συντηρητικού Μάικλ Γκόουβ (“We’ve had enough of experts!” = «Έχουμε χορτάσει από ειδήμονες!») αποδίδει
εύγλωττα την αποδόμηση κάθε μορφή αυθεντίας στη διακίνηση της πληροφορίας και
της γνώσης καθώς και τη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη από τη
μία και βουλευτή, ειδικού ή και δημοσιογράφου από την άλλη. Έχουμε εισέλθει σε
μία νέα φάση της εποχής της πληροφορίας όπου η ταυτότητα του αποστολέα μετράει
περισσότερο από το ίδιο το περιεχόμενο του μηνύματος ως προς την αξιοπιστία
του· εξού λοιπόν και οι νεολογισμοί ‘alternative facts’ (= εναλλακτικά γεγονότα) ή ‘post-truth’ (=
μετα-αλήθειες) που έχουν εισέλθει στο αγγλοσαξονικό και μη λεξιλόγιο (με την
τελευταία μάλιστα να έχει ψηφισθεί ως λέξη της χρονιάς το 2016 από το Λεξικό
της Οξφόρδης). Ως εκ τούτου, αυτό που θεωρείται πρέπον ή αποτελεσματικό (π.χ.,
η παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε.) πολύ συχνά καθίσταται
αντιδημοφιλές κι αντιλαϊκό μόνο και μόνο γιατί προωθείται και υποστηρίζεται από
τις «αναξιόπιστες», «διεφθαρμένες» και «περιχαρακωμένες» ελίτ.
Νικήτας Κωνσταντινίδης
(Επίκουρος Καθηγητής, Σχολή Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Instituto d’
Empresa της Μαδρίτης, Ελληνικό Φόρουμ Δημόσιας
Πολιτικής) [Nikitas.Konstantinidis@ie.edu]
Δημοσιεύθηκε στις 11/03/2017 στην Καθημερινή.
No comments:
Post a Comment