Υπάρχει ενδεχομένως μία σειρά παρανοήσεων ως προς τα νομικά αποτελέσματα που παράγει η υπογραφή της Τελικής Συμφωνίας για το Μακεδονικό από τις δύο κυβερνήσεις στις 17 Ιουνίου στις Πρέσπες. Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, η υπογραφή δεν θέτει τη συμφωνία σε ισχύ, δεν την καθιστά δηλαδή νομικά δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη. Αυτό θα γίνει μόνον αν και αφού τα κοινοβούλια των δύο χωρών την κυρώσουν. Η συμφωνία προβλέπει ότι, μεταξύ άλλων, προϋπόθεση για κύρωση από τη χώρα μας είναι να αναθεωρήσει πρώτα η γείτων το Σύνταγμά της, σύμφωνα με τους όρους που θέτει η ίδια η συμφωνία. Από πλευράς μας, αφού κυρώσει τη συμφωνία η γείτων και πριν την κυρώσουμε εμείς (προτού δηλαδή τεθεί σε ισχύ η συμφωνία), θα ειδοποιήσουμε τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζουμε την αποστολή πρόσκλησης ένταξης της γείτονος στον οργανισμό αυτό. Αυτό δεν συνεπάγεται ένταξη.
Δεν θα υπάρξει ένταξη παρά μόνον αφού, ούσα πρώτα ικανοποιημένη η Ελλάδα ότι οι προϋποθέσεις -συμπεριλαμβανομένης της συνταγματικής αναθεώρησης- που ορίζει η συμφωνία έχουν πληρωθεί από τη γείτονα, κυρώσει το πρωτόκολλο (μία άλλη δηλαδή διεθνή συμφωνία) ένταξης της γείτονος στο ΝΑΤΟ. Το βήμα αυτό θα γίνει παράλληλα με την κύρωση από την Ελλάδα της συμφωνίας των Πρεσπών. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ούτε η γείτων εντάσσεται στο ΝΑΤΟ, ούτε η διμερής συμφωνία μας με αυτή τίθεται σε ισχύ. Ωστόσο, βάσει του διεθνούς δικαίου, αμφότερες η χώρα μας και η γείτων έχουν υποχρέωση να συμπεριφερθούν από της υπογραφής της συμφωνίας -πριν δηλαδή αυτή τεθεί σε ισχύ- με καλή πίστη και κατά τρόπο που δεν αντιτίθεται στον σκοπό (τελεολογία) της συμφωνίας που έχουν υπογράψει, αλλά όχι ακόμα θέσει σε ισχύ.
Ανήκω σε αυτούς που αξιολογούν τη συμφωνία θετικά σε μεγάλο βαθμό, τόσο ως προς τη νομική της αρτιότητα, όσο και ως προς τον τρόπο που επιλύει τη διαφορά με τη γείτονα και τις κύριες σχετικές ρυθμίσεις της για το σκοπό αυτό. Ομολογουμένως, υπάρχουν και σημεία που δεν είναι ιδανικά για την ελληνική πλευρά (ιδίως γλώσσα και ιθαγένεια). Τα θεωρώ όμως ανεκτά, τόσο διότι αναγνωρίζω ότι κάθε διαπραγμάτευση ενέχει δούναι και λαβείν, δηλαδή συμβιβασμό, όσο και γιατί τα θετικά υπερτερούν. Η Ελλάδα κερδίζει σημαντικά οφέλη (όνομα έναντι όλων, εσωτερικά και διεθνώς, συνταγματική αναθεώρηση, διαφοροποίηση από αρχαίο ελληνικό πολιτισμό κ.λπ.), ενώ αποτρέπονται κίνδυνοι ενδυνάμωσης της επιρροής τρίτων κρατών και, κυρίως, ανοίγει μία νέα σελίδα στις διμερείς μας σχέσεις και προοπτικές κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος στη βάση ταυτότητας αξιών και αμοιβαίων συμφερόντων.
Υπάρχουν όμως και αυτοί που διαφωνούν. Απολύτως σεβαστό και θεμιτό σε μία δημοκρατία. Ισως μάλιστα οι δημοκρατικοί κανόνες να έχουν φέρει στην κυβέρνηση την ώρα της κύρωσης τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία τάχθηκε κατά της συμφωνίας. Βάσει όσων εξήγησα, το ελληνικό κοινοβούλιο μπορεί να μην κυρώσει τη συμφωνία, οπότε και αυτή δεν θα αποκτήσει νομική δεσμευτικότητα. Δεν παραγνωρίζω την πολιτική διάσταση του θέματος και τη δυναμική που θα δημιουργηθεί αν η γείτων προβεί στα «προπαρασκευαστικά» βήματα και πληρώσει τις -ομολογουμένως απαιτητικές- προϋποθέσεις που συμφώνησαν τα δύο κράτη πριν η συμφωνία τεθεί ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων προς κύρωση.
Ωστόσο, η υπογραφή της συμφωνίας δεν συνιστά κανένα νομικό τετελεσμένο. Αρα, αν η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση κληθεί ως κυβέρνηση στο μέλλον να κυρώσει τη συμφωνία, μπορεί να την καταψηφίσει. Με άλλα λόγια, θα έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποδείξει ότι η αντιπολιτευτική της στάση είναι απότοκη ειλικρινών και αυθεντικών ενδοιασμών για τη συμφωνία· όχι αποτέλεσμα πολιτικού οπορτουνισμού ή/και εξώθησης σε απόρριψη της συμφωνίας από ενδεχόμενους μικροπολιτικούς τακτικισμούς της σημερινής κυβέρνησης.
Δεν θα ήταν αναληθές νομίζω να υποστηριχθεί ότι, ουσιαστικά, η σημερινή κυβέρνηση δεν επεδίωξε σθεναρά κλίμα εθνικής συνεννόησης ούτε να δημιουργήσει «χώρο» που θα διευκόλυνε τους πολιτικούς της αντιπάλους να την υποστηρίξουν. Ενα ζήτημα εθνικό, έμφορτο συναισθημάτων και συμβολισμών, δεν αρκεί να το χειρίζεται μία κυβέρνηση με τρόπο συνταγματικά άψογο σε ό,τι αφορά στο νόμιμο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της – όπως και έπραξε η παρούσα κυβέρνηση. Πέραν της νομιμότητας, οι περιστάσεις και η σημασία που -καλώς ή κακώς- το συγκεκριμένο ζήτημα έχει για πολλούς πολίτες απαιτούν ευρείες συναινέσεις και υπερβάσεις. Αντί για χτίσιμο γεφυρών, η κυβέρνηση πέτυχε πόλωση και εξώθησε τη μείζονα αντιπολίτευση στην ενσυνείδητη υιοθέτηση πιο συντηρητικών (φευ, φοβικών και λαϊκίστικων, που τόσο κακό έχουν κάνει στο παρελθόν στο Μακεδονικό) θέσεων ως αντίδραση στην απόπειρα διεμβόλισής της.
Ως αποτέλεσμα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται σήμερα εγκλωβισμένο στην άχαρη θέση της στείρας άρνησης. Μακάρι, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα φανεί ασυνεπές, να απεγκλωβιστεί αν κληθεί ως κυβέρνηση στο μέλλον να κυρώσει τη συμφωνία. Μακάρι, γιατί έτσι θα απεγκλωβίσει και τη χώρα από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 για το Μακεδονικό, η οποία παραμένει σε ισχύ και μας δεσμεύει πλήρως μέχρι να αντικατασταθεί, αν τελικά αντικατασταθεί, από την Τελική Συμφωνία των Πρεσπών.
Εχω ήδη αναφερθεί στο παρελθόν στην Ενδιάμεση Συμφωνία και στη σε βάρος μας απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου των Ηνωμένων Εθνών για παραβίαση των διεθνών μας υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή όταν εμποδίσαμε τη γείτονα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ με το όνομα ΠΓΔΜ. Είναι σημαντικό να καταστεί κατανοητό ότι, μέχρι να τεθεί σε ισχύ η Τελική Συμφωνία των Πρεσπών, η σαφώς χειρότερη για την Ελλάδα Ενδιάμεση Συμφωνία εξακολουθεί να μας δεσμεύει. Όποια και όποιος βουλευτής κληθεί να κυρώσει τη συμφωνία των Πρεσπών, ας γνωρίζει ότι η υπογραφή της συμφωνίας δεν δεσμεύει τη χώρα μας και ότι με τη ψήφο της/του μπορεί να αρνηθεί να της προσδώσει νομική ισχύ. Ας γνωρίζει, ωστόσο, και ότι ψήφος κατά τη τωρινής συμφωνίας ισοδυναμεί ουσιαστικά με ψήφο υπέρ της παλαιότερης, επαχθέστερης και εν ισχύ συμφωνίας του 1995.
Δρ Βασίλης Π. Τζεβελέκος, Αναπληρωτής Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Liverpool.
Το κείμενο δημοσιέυθηκε στο Protagon, στις 25-06-2018.
No comments:
Post a Comment