Η ελευθερία της έκφρασης, ως θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, λειτουργεί
με τρόπο λίγο ως πολύ γνωστό. Επιτρέπει την αυστηρή κριτική σε πολιτικά πρόσωπα,
προστατεύει σε σημαντικό βαθμό την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και πληροφοριών που
εξασφαλίζουν την ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών, και προστατεύει το τύπο,
στον οποίο και αναθέτει το ρόλο του ‘public watchdog’, του φρουρού δηλαδή της δημοκρατίας. Η
προστασία της δημοσιογραφίας και της ενημέρωσης συγκεκριμένα, αποσκοπεί στο να
επιτυγχάνεται η αποτελεσματική λογοδοσία των πολιτικών προσώπων και να εξασφαλίζεται
κατά το δυνατόν πως φαινόμενα πολιτικών σκανδάλων και διαφθοράς δεν θα
συγκαλύπτονται συστηματικά.
Η τελευταία αυτή πτυχή της ελευθερίας της έκφρασης, σύμφωνα με την οποία η
νομική προστασία της διάδοσης πληροφοριών μέσω του τύπου λειτουργεί ως εργαλείο
για τη πάταξη της διαφθοράς, συνδέεται
και με τη πρακτική του ‘whistleblowing’. Ο όρος χρησιμοποιείται για να
περιγράψει εκείνες τις περιπτώσεις που φαινόμενα αδιαφάνειας και άλλα είδη
παράνομων πρακτικών που λαμβάνουν χώρα στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα,
αποκαλύπτονται μέσω μιας ανεπίσημης διαρροής πληροφοριών, η οποία συνήθως
γίνεται από υπαλλήλους που έχουν πρόσβαση σε έγγραφα ή πληροφορίες και
αποφασίζουν να τις μοιραστούν. Τέτοιοι υπάλληλοι / whistleblowers, κυρίως όταν επιλέγουν να διαρρεύσουν
πληροφορίες δημόσια, αντιμετωπίζουν συχνά αντίποινα στον επαγγελματικό τους
χώρο, τα οποία μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές, από μειώσεις μισθών και
υποβιβασμό, έως και απόλυση ή ποινικές διώξεις. Ως δικαιολόγηση τέτοιων
αντιποίνων, συνήθως προβάλλεται το γεγονός πως ο εργαζόμενος δεσμεύεται από
υποχρέωση επαγγελματικής εχεμύθειας και η μη εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης,
επιτρέπει την επιβολή τέτοιων κυρώσεων.
Ανάχωμα σε τέτοιες πρακτικές, που σκοπό συνήθως έχουν τον εκφοβισμό του whistleblower και τη συγκάλυψη των πληροφοριών που
διέρρευσε, μπαίνει η ελευθερία της έκφρασης. Σύμφωνα με τη πρόσφατη νομολογία
του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου (ΕΔΔΑ),
διαρροές πληροφοριών που αποδεικνύουν διαφθορά, παράνομες ή παράτυπες πρακτικές
και είναι προς το δημόσιο συμφέρον, επιτρέπουν στον whistleblower να επικαλεστεί τη προστασία της ελευθερίας της έκφρασης όταν αντιμετωπίζει
αντίποινα. Η προστασία αυτή δε παρέχεται όμως χωρίς όρους. Σύμφωνα με την
ερμηνεία του Δικαστηρίου, ο whistleblower πρέπει να δρα καλόπιστα, να προβαίνει δηλαδή σε αποκαλύψεις για να
υπηρετήσει το δημόσιο και όχι κάποιο προσωπικό συμφέρον, ενώ παράλληλα, οφείλει
να προσεγγίσει πρώτα υπάρχοντες μηχανισμούς για να κάνει τις καταγγελίες του. Μόνο
αν αυτοί είτε δεν υπάρχουν, είτε δεν λαμβάνουν μέτρα να διερευνήσουν επαρκώς
την υπόθεση μετά από κάποια καταγγελία, ή επειδή είναι τέτοια η φύση των
καταγγελιών, υπάρχει σημαντική πιθανότητα η χρήση ‘mainstream’ μηχανισμών να είναι αναποτελεσματική, μπορεί
να επιτραπεί στον whistleblower να προβεί σε δημόσιες καταγγελίες, στον τύπο παραδείγματος χάριν.
Στη πρόσφατη ελληνική ειδησιογραφία έχουν προκύψει δύο τέτοιες περιπτώσεις αντιποίνων σε whistleblowers, οι
οποίες μάλιστα αφορούν σε αδιαφανείς πρακτικές και παρατυπίες στο δημόσιο
τομέα. Στη πρώτη περίπτωση, τέθηκε σε υποχρεωτική αργία υπάλληλος της Γενικής
Γραμματείας Αθλητισμού μετά τις δημόσιες καταγγελίες της σε τηλεοπτική εκπομπή
για διαφθορά στο χώρο του ελληνικού αθλητισμού, καταγγελίες τις οποίες
προηγουμένως είχε καταθέσει στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Παράλληλα,
υπάλληλος του Δήμου Σύρου-Ερμούπολης που αποκάλυψε σωρεία παρατυπιών στο Δήμο,
υπέστη πειθαρχικές κυρώσεις και μείωση μισθού 50%.
Καθ’ ότι η Ελλάδα δε συγκαταλέγεται στις χώρες που έχουν θεσπίσει
νομοθετικό πλαίσιο για τη προστασία των whistleblowers, τέτοια φαινόμενα αντιποίνων μάλλον δε
πρέπει να μας εκπλήσσουν. Παρόλο που ο
τρέχων οδηγός ορθής διοικητικής συμπεριφοράς καλεί τους δημόσιους λειτουργούς
να μη συγκαλύπτουν πράξεις κατά της νομιμότητας που αντιλαμβάνονται κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους, η έλλειψη ρητής διάταξης που θα παρέχει προστασία
σε υπαλλήλους που σε παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας προβαίνουν σε
καταγγελίες που είναι στο δημόσιο συμφέρον, θα συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό
ανασταλτικό παράγοντα για όσους σκέφτονται να προβούν σε αντίστοιχες
καταγγελίες. Αυτή η πρακτική εκφοβισμού των whistleblowers όμως, δεν συνάδει με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας από τη συμμετοχή
της στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Στο επίπεδο της ΕΣΔΑ, η συμπερίληψη των whistleblowers στη προστασία της ελευθερίας της έκφρασης ενδυναμώνει το ρόλο που η
τελευταία έρχεται να εκπληρώσει, ως ανάχωμα στη διαφθορά. Το ΕΔΔΑ στη σχετική
νομολογία του, και ειδικά σε φαινόμενα whistleblowing που αποκαλύπτουν διαφθορά στο δημόσιο τομέα, έχει σταθεί με ιδιαίτερο
σκεπτικισμό απέναντι σε επιχειρήματα πως τέτοιες πρακτικές κυρώσεων σε whistleblowers επιβάλλονται για να εξασφαλιστεί η
αποτελεσματική λειτουργία της διοίκησης και για να μην απωλεσθεί η εμπιστοσύνη
των πολιτών προς δημόσιους οργανισμούς. Για το δικαστήριο, σε περιπτώσεις διαρροών
που είναι προς το δημόσιο συμφέρον, η πλάστιγγα γέρνει ξεκάθαρα προς τη πλευρά
της διαφάνειας, αγαθό το οποίο επιτρέπει να αρθεί η υποχρέωση εχεμύθειας ως
ύστατο μέτρο, όταν δηλαδή απειλείται η δημοκρατική νομιμότητα και οι μηχανισμοί
διαφάνειας είτε δεν υφίστανται, είτε λειτουργούν αναποτελεσματικά.
Με βάση αυτή την ανάλυση λοιπόν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δικαιολογηθούν νομικά οι κυρώσεις σε βάρος των whistleblowers στις προαναφερθείσες ελληνικές περιπτώσεις, οι οποίες έρχονται δυστυχώς να προστεθούν στο μεγάλο αριθμό παραβιάσεων του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ελληνικό κράτος. Σε μια χώρα με σημαντικά προβλήματα αδιαφάνειας και διαφθοράς, επιθέσεις εναντίον της ελεύθερης έκφρασης (ποινικές διώξεις εναντίον δημοσιογράφων, κυρώσεις εναντίον whistleblowers, λογοκρισία στη σάτιρα), ενδυναμώνουν αυτά ακριβώς τα στοιχεία που υποσκάπτουν τη δημοκρατική νομιμότητα και συνεπώς απαιτούν τη προσοχή όλων μας.
Δημήτρης Καγιαρός, Πανεπιστήμιο Hull
No comments:
Post a Comment